acomodar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

acomodar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "acomodar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/a.ko.moˈðaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "acomodar" στα Ισπανικά σημαίνει να τακτοποιείς ή να προσαρμόζεις κάτι ώστε να είναι σε μια καλύτερη θέση ή κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό και γραπτό λόγο, με σχετική συχνότητα, ιδίως σε οικιακό και καθημερινό περιβάλλον.

Παραδείγματα

  1. Voy a acomodar los libros en la estantería.
  2. (Θα τακτοποιήσω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη.)

  3. Es importante acomodar las sillas antes de la reunión.

  4. (Είναι σημαντικό να τακτοποιήσεις τις καρέκλες πριν από τη συνάντηση.)

  5. Cuando llega un huésped, siempre trato de acomodarlo bien.

  6. (Όποτε έρχεται ένας επισκέπτης, πάντα προσπαθώ να τον φιλοξενήσω καλά.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "acomodar" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Acomodar las cosas.
  2. (Να τακτοποιήσω τα πράγματα.)
  3. Χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε στην ανάγκη και στην αναγκαιότητα να οργανωσουμε το χώρο ή το περιβάλλον.

  4. Acomodar la situación.

  5. (Να προσαρμόσω την κατάσταση.)
  6. Χρησιμοποιείται όταν μιλάμε για την προσαρμογή σε δύσκολες ή απρόβλεπτες καταστάσεις.

  7. Acomodar los detalles.

  8. (Να τακτοποιήσω τις λεπτομέρειες.)
  9. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την διαδικασία της οργάνωσης λεπτομερειών πριν από ένα σχέδιο ή γεγονός.

  10. Acomodar a alguien.

  11. (Να φιλοξενήσω κάποιον.)
  12. Χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της πράξης του να προσφέρεις ή να δημιουργήσεις ένα άνετο περιβάλλον για κάποιον.

  13. Acomodar el tiempo.

  14. (Να προγραμματίσω τον χρόνο.)
  15. Χρησιμοποιείται για την οργάνωση και την προσαρμογή χρόνου σύμφωνα με τις προτεραιότητες.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "acomodar" προέρχεται από το λατινικό "accommodare", που σημαίνει "να προσαρμόζω" ή "να φέρνω σε καλή κατάσταση".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Organizar (οργανώνω) - Arreglar (διορθώνω) - Disponer (διαθέτω)

Αντώνυμα: - Desordenar (ανακατεύω) - Desacomodar (μην τακτοποιώ) - Complicar (περίπλοκο)



23-07-2024