Το "acomodar" είναι ρήμα.
/a.ko.moˈðaɾ/
Η λέξη "acomodar" στα Ισπανικά σημαίνει να τακτοποιείς ή να προσαρμόζεις κάτι ώστε να είναι σε μια καλύτερη θέση ή κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό και γραπτό λόγο, με σχετική συχνότητα, ιδίως σε οικιακό και καθημερινό περιβάλλον.
(Θα τακτοποιήσω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη.)
Es importante acomodar las sillas antes de la reunión.
(Είναι σημαντικό να τακτοποιήσεις τις καρέκλες πριν από τη συνάντηση.)
Cuando llega un huésped, siempre trato de acomodarlo bien.
Η λέξη "acomodar" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε στην ανάγκη και στην αναγκαιότητα να οργανωσουμε το χώρο ή το περιβάλλον.
Acomodar la situación.
Χρησιμοποιείται όταν μιλάμε για την προσαρμογή σε δύσκολες ή απρόβλεπτες καταστάσεις.
Acomodar los detalles.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την διαδικασία της οργάνωσης λεπτομερειών πριν από ένα σχέδιο ή γεγονός.
Acomodar a alguien.
Χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της πράξης του να προσφέρεις ή να δημιουργήσεις ένα άνετο περιβάλλον για κάποιον.
Acomodar el tiempo.
Η λέξη "acomodar" προέρχεται από το λατινικό "accommodare", που σημαίνει "να προσαρμόζω" ή "να φέρνω σε καλή κατάσταση".
Συνώνυμα: - Organizar (οργανώνω) - Arreglar (διορθώνω) - Disponer (διαθέτω)
Αντώνυμα: - Desordenar (ανακατεύω) - Desacomodar (μην τακτοποιώ) - Complicar (περίπλοκο)