Η λέξη "acomodo" είναι ουσιαστικό.
/a.koˈmo.ðo/
Η λέξη "acomodo" αναφέρεται στη διαδικασία της διευθέτησης ή τακτοποίησης οποιασδήποτε κατάστασης ή αντικειμένου. Χρησιμοποιείται συχνά και σε νομικά πλαίσια για να περιγράψει τη διαρρύθμισή των γεγονότων ή συμφωνιών. Εν γένει, έχει μια μέση έως υψηλή συχνότητα χρήσης, και σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.
El juez propuso un acomodo entre las partes.
(Ο δικαστής πρότεινε μία διευθέτηση μεταξύ των μερών.)
Necesitamos un acomodo de los muebles en esta habitación.
(Χρειαζόμαστε μία τακτοποίηση των επίπλων σε αυτό το δωμάτιο.)
El acomodo de los horarios fue complicado, pero lo logramos.
(Η ρύθμιση των ωραρίων ήταν περίπλοκη, αλλά τα καταφέραμε.)
Η λέξη "acomodo" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, συχνά συνδυασμένη με άλλες λέξεις για να μεταφέρει πιο συγκεκριμένα νοήματα.
Hacer un acomodo.
(Να κάνεις μια διευθέτηση.)
Είναι σημαντικό να κάνουμε μια διευθέτηση για το ταξίδι μας.
Acomodar las cosas.
(Να τακτοποιήσεις τα πράγματα.)
Πρέπει να τακτοποιήσεις τα πράγματα πριν έρθουν οι επισκέπτες.
Un acomodo amistoso.
(Μία φιλική διευθέτηση.)
Mας θα ήταν καλύτερα αν επιτύχουμε μια φιλική διευθέτηση για τη σύγκρουση μας.
Acomodarse a la situación.
(Να προσαρμοστείς στην κατάσταση.)
Πρέπει να προσαρμοστούμε στην κατάσταση για να προχωρήσουμε.
Η λέξη "acomodo" προέρχεται από το ρήμα "acomodar", το οποίο σημαίνει "να τακτοποιήσω" ή "να ρυθμίσω". Το ρήμα αυτό έχει τις ρίζες του στη λατινική λέξη "accommodare", που σημαίνει "να συνάψεις ή να προσαρμόσεις".
Συνώνυμα: - disposición - arreglo - organización
Αντώνυμα: - desorganización - desorden - caos