Αcondicionado είναι επίθετο.
/ako.ndi.si.o.na.ðo/
Αcondicionado μπορεί να μεταφραστεί ως: - προσαρμοσμένος - ρυθμισμένος - διαμορφωμένος
Η λέξη "acondicionado" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει κάτι που έχει προσαρμοστεί, ρυθμιστεί ή διαμορφωθεί για να πληροί συγκεκριμένες συνθήκες ή απαιτήσεις. Η χρήση της είναι συνηθισμένη και στα προφορικά και στα γραπτά κείμενα, αν και πιθανώς συναντάται πιο συχνά σε τεχνικά ή επιστημονικά κείμενα.
La habitación está acondicionada para los invitados.
(Το δωμάτιο είναι προσαρμοσμένο για τους επισκέπτες.)
El aire acondicionado está muy bien acondicionado.
(Ο κλιματιστικός αέρας είναι πολύ καλά ρυθμισμένος.)
El sistema está acondicionado para el uso eficiente de la energía.
(Το σύστημα είναι διαμορφωμένο για την αποδοτική χρήση της ενέργειας.)
Η λέξη "acondicionado" χρησιμοποιείται επίσης σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι τόσο συνηθισμένες. Ωστόσο, εδώ είναι μερικά παραδείγματα:
Estar acondicionado para algo.
(Είναι προσαρμοσμένο για κάτι.)
Ejemplo: "Ella está acondicionada para el trabajo en equipo."
(Αυτή είναι προσαρμοσμένη για την ομαδική εργασία.)
Tener todo acondicionado.
(Να έχεις τα πάντα έτοιμα/ρυθμισμένα.)
Ejemplo: "Tengo todo acondicionado para la fiesta."
(Έχω τα πάντα έτοιμα για το πάρτι.)
Estar acondicionado emocionalmente.
(Να είσαι προσαρμοσμένος συναισθηματικά.)
Ejemplo: "Necesitas estar acondicionado emocionalmente para enfrentar estos retos."
(Πρέπει να είσαι έτοιμος συναισθηματικά για να αντιμετωπίσεις αυτές τις προκλήσεις.)
Η λέξη "acondicionado" προέρχεται από το ρήμα "acondicionar", το οποίο σχηματίζεται από το πρόθεμα "a-" και το ουσιαστικό "condición" (όρος, κατάσταση). Έχει τη ρίζα του στη λατινική λέξη "condicio", που σημαίνει "κατάσταση" ή "όρος".
Συνώνυμα: - Ajustado - Modificado - Preparado
Αντώνυμα: - Desacondicionado - Desordenado - Inadaptado
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια σαφή κατανόηση της λέξης "acondicionado" και της χρήσης της στην ισπανική γλώσσα.