Acondicionamiento είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους (el acondicionamiento).
/ako̝ndisiʝo̝namje̝nto̝/
Η λέξη acondicionamiento σχετίζεται με τη διαδικασία προετοιμασίας ή προσαρμογής κάποιου πράγματος ή κατάστασης σύμφωνα με συγκεκριμένες ανάγκες ή απαιτήσεις. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς όπως η ψυχολογία (προγραμματισμός συμπεριφοράς), η γεωγραφία (ανθρωπογενείς παρεμβάσεις στο περιβάλλον) και η τεχνολογία.
Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και εμφανίζεται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο. Η συχνότητά της είναι μέτρια, ανάλογα με το πεδίο εφαρμογής.
Η προετοιμασία του χώρου είναι θεμελιώδης για την ανάπτυξη του έργου.
En psicología, el acondicionamiento clásico afecta la forma en que aprendemos.
Η λέξη acondicionamiento είναι συχνά παρούσα σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ορισμένες από αυτές είναι:
Η προετοιμασία των χώρων στις εκθέσεις είναι κρίσιμη για να προσελκύσουν επισκέπτες.
Acondicionamiento físico - δηλώνει τη διαδικασία βελτίωσης της φυσικής κατάστασης.
Η φυσική κατάσταση είναι θεμελιώδης για τους αθλητές της ελίτ.
Acondicionamiento cerebral - αναφέρεται στην προσαρμογή ή εκπαίδευση του εγκεφάλου.
Η λέξη acondicionamiento προέρχεται από το ρήμα acondicionar, το οποίο περιλαμβάνει το πρόθεμα "a-" (προς) και τον όρο "condicionar" (να προσαρμόσω, να καθορίσω), που έχει τις ρίζες του στη λατινική λέξη condicionare.