Το "aconsejar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /akonesˈxaɾ/
Η λέξη "aconsejar" σημαίνει να δίνεις συμβουλές ή προτάσεις σε κάποιον για να τον καθοδηγήσεις σε μια απόφαση ή ενέργεια. Χρησιμοποιείται σε γενικές και νομικές περιστάσεις, όπου η καθοδήγηση και η συμβουλή είναι κρίσιμης σημασίας.
Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και στα δύο είδη ομιλίας (προφορικά και γραπτά), αν και μπορεί να βρείτε περισσότερες εμφανίσεις σε γραπτές νομικές δήλωσεις.
El abogado decidió aconsejar a su cliente sobre su declaración.
(Ο δικηγόρος αποφάσισε να συμβουλέψει τον πελάτη του για τη δήλωσή του.)
Es importante aconsejar a los jóvenes sobre la importancia del ahorro.
(Είναι σημαντικό να συμβουλεύουμε τους νέους για τη σημασία της αποταμίευσης.)
Η λέξη "aconsejar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές φράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Σημαίνει να δίνεις σοβαρές και προσεκτικές συμβουλές.
Aconsejar a ciegas.
(Να συμβουλεύεις τυφλά.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση όπου κάποιος δίνει συμβουλές χωρίς γνώση της κατάστασης.
No dudes en aconsejarme.
(Μη διστάσεις να με συμβουλέψεις.)
Χρησιμοποιείται για να ενθαρρύνει κάποιον να δώσει συμβουλές.
Siempre es bueno aconsejar a los amigos.
(Πάντα είναι καλό να συμβουλεύεις τους φίλους.)
Η λέξη "aconsejar" προέρχεται από το λατινικό "ad_consilium", όπου "ad" σημαίνει "προς" και "consilium" σημαίνει "σχέδιο" ή "συμβουλή".
Το "aconsejar" έχει πλούσια χρήση στην ισπανική γλώσσα και είναι ένα κύριο εργαλείο στην επικοινωνία που σχετίζεται με τη συμβουλή και τις προτάσεις.