Το "acontecer" είναι ρήμα.
/akonteˈθer/
Η λέξη "acontecer" σημαίνει "να συμβαίνει" ή "να λαμβάνει χώρα". Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει γεγονότα ή καταστάσεις που συμβαίνουν σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Η χρήση του είναι συχνή τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο.
Hoy va a acontecer una reunión importante.
(Σήμερα θα συμβεί μια σημαντική συνάντηση.)
No sé qué va a acontecer en el futuro.
(Δεν ξέρω τι θα συμβεί στο μέλλον.)
Acontecieron muchos cambios en la empresa.
(Συνέβησαν πολλές αλλαγές στην επιχείρηση.)
Η λέξη "acontecer" μπορεί να εμφανίζεται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις όπως:
No puedo creer lo que aconteció anoche.
(Δεν μπορώ να πιστέψω τι συνέβη χθες το βράδυ.)
A veces las cosas acontecen por alguna razón.
(Μερικές φορές τα πράγματα συμβαίνουν για κάποιο λόγο.)
Es difícil anticipar lo que puede acontecer.
(Είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς τι μπορεί να συμβεί.)
Cuando acontecen tragedias, la comunidad se une.
(Όταν συμβαίνουν τραγωδίες, η κοινότητα ενώνεται.)
Aconteció un milagro en la vida de Pedro.
(Συνέβη ένα θαύμα στη ζωή του Πέδρου.)
Το "acontecer" προέρχεται από την ένωση της προκαταρκτικής "a-" και της λέξης "conteser", που σημαίνει "συμβαίνω" ή "λαμβάνω χώρα".
Συνώνυμα: - suceder - pasar - ocurrir
Αντώνυμα: - detener - parar - evitar