acoplado - επίθετο ή ουσιαστικό
[akoˈplaðo]
Η λέξη acoplado χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει κάτι που είναι προσαρμοσμένο ή συνδεδεμένο με κάτι άλλο. Ο όρος μπορεί να αναφέρεται στη διαδικασία σύνδεσης δύο ή περισσότερων αντικειμένων, όπως ένα τρέιλερ που έχει προσαρμοστεί σε ένα όχημα. Στην καθημερινή χρήση στα ισπανικά, αυτή η λέξη βρίσκεται συχνά σε προφορικές συζητήσεις, αλλά εμφανίζεται και σε γραπτά κείμενα, κυρίως σε τεχνικά ή μεταφορικά κείμενα.
Το φορτηγό είναι προσαρμοσμένο σε ένα μεγάλο τρέιλερ.
Los dos sistemas están acoplados para mejorar la eficiencia.
Η λέξη acoplado χρησιμοποιείται ως μέρος ορισμένων ιδιωματικών εκφράσεων και έχει διάφορες εφαρμογές που σχετίζονται με τη σύνδεση ή την προσαρμογή:
Είμαι προσαρμοσμένος στην ιδέα να κάνω αλλαγές στη ζωή μου.
Acoplado con la realidad.
Είναι σημαντικό να παραμένεις ακολούθως συνδεδεμένος με την πραγματικότητα.
Acoplado a una situación.
Πρέπει να είμαστε προσαρμοσμένοι στις περιστάσεις που επικρατούν γύρω μας.
Acoplado en el trabajo.
Η λέξη acoplado προέρχεται από το ρήμα acoplar, το οποίο σημαίνει να συνδέσεις ή να προσαρμόσεις κάτι. Το «a-» προέρχεται από το πρόθεμα που υποδηλώνει κατεύθυνση και το «-coplar» σχετίζεται με τη δράση της σύνδεσης.