Η λέξη "acoplador" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "acoplador" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /akoˈplaðoɾ/
Η λέξη "acoplador" χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια συσκευή ή εργαλείο που συνδέει ή συνδυάζει δύο μέρη ή συστατικά. Χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά και μηχανολογικά συμφραζόμενα, σε τομείς που αφορούν την ηλεκτρονική, την αυτοκινητοβιομηχανία και άλλες βιομηχανικές εφαρμογές.
Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή σε τεχνικά κείμενα και γραπτές αναφορές, ενώ μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται προφορικά σε ειδικές περιπτώσεις.
El acoplador se utiliza para conectar dos tubos.
(Ο προσαρμογέας χρησιμοποιείται για να συνδέσει δύο σωλήνες.)
Es importante elegir el acoplador adecuado para la transmisión de potencia.
(Είναι σημαντικό να επιλέξετε τον κατάλληλο ζεύκτη για τη μετάδοση ισχύος.)
El acoplador magnético facilita la conexión sin contacto físico.
(Ο μαγνητικός προσαρμογέας διευκολύνει τη σύνδεση χωρίς φυσική επαφή.)
Η λέξη "acoplador" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να αναφερθεί σε κάποιες τεχνικές καταστάσεις:
El acoplador hace que todo funcione a la perfección.
(Ο προσαρμογέας κάνει τα πάντα να λειτουργούν άψογα.)
Sin el acoplador, el sistema no sería funcional.
(Χωρίς τον προσαρμογέα, το σύστημα δεν θα ήταν λειτουργικό.)
El acoplador es esencial en el diseño de la maquinaria.
(Ο προσαρμογέας είναι ουσιώδης στην σχεδίαση της μηχανής.)
Η λέξη "acoplador" προέρχεται από το ρήμα "acoplar", το οποίο σημαίνει να συνδέω ή να προσαρτώ. Η κατάληξη "-dor" χρησιμοποιείται για να υποδείξει ένα πρόσωπο ή πράγμα που εκτελεί τη δράση αυτού του ρήματος.