Acoplarse είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /aˈkop.laɾ.se/
Η λέξη acoplarse αναφέρεται στη διαδικασία προσαρμογής ή σύνδεσης με κάτι ή κάποιον. Χρησιμοποιείται τόσο σε τεχνικά όσο και σε καθημερινά συμφραζόμενα. Η συχνότητά της είναι σχετικά υψηλή, ειδικά σε προφορικούς και οικείους διαλόγους, αλλά και σε γραπτές αναφορές όταν αναφέρονται διαδικασίες ή συσκευές.
Los dos dispositivos pueden acoplarse fácilmente.
Οι δύο συσκευές μπορούν να προσαρτηθούν εύκολα.
Es importante que ambos se acoplen bien para evitar fallos.
Είναι σημαντικό να συνδεθούν καλά και οι δύο για να αποφευχθούν προβλήματα.
Η λέξη acoplarse μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Αυτή η φράση χρησιμοποιείται συχνά για να υποδηλώσει την ικανότητα κάποιου να προσαρμοστεί σε διαφορετικές συνθήκες.
Acoplarse entre amigos
Συνδέομαι με φίλους.
Χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε στην ομαλή συνεργασία ή επικοινωνία μεταξύ φίλων.
Acoplarse a las reglas
Προσαρμόζομαι στους κανόνες.
Η λέξη acoplarse προέρχεται από το λατινικό "copulare", το οποίο σημαίνει "συνδέω" ή "προσαρτώ". Η λέξη έχει πάρει τη μορφή της στο ισπανικό ρήμα.
Συνώνυμα: - unir - combinar - conectar
Αντώνυμα: - separar - desvincular - desunir