acople - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

acople (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "acople" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "acople" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /aˈko.ple/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "acople" αναφέρεται στη διαδικασία ή το αποτέλεσμα της σύνδεσης ή της προσαρμογής δύο ή περισσότερων αντικειμένων, συσκευών ή στοιχείων προκειμένου να λειτουργήσουν μαζί. Χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα της μηχανικής και της τεχνολογίας, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε πιο γενικά συμφραζόμενα.

Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή, ιδίως σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με τεχνικά θέματα. Στον προφορικό λόγο, η χρήση της μπορεί να διαφέρει ανάλογα με το περιβάλλον.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. En ingeniería, el acople de las piezas es fundamental para asegurar el funcionamiento adecuado del dispositivo.
  2. Στην μηχανική, η σύνδεση των εξαρτημάτων είναι θεμελιώδης για να διασφαλιστεί η σωστή λειτουργία της συσκευής.

  3. El acople de los dos sistemas permitirá una mayor eficiencia.

  4. Η σύνδεση των δύο συστημάτων θα επιτρέψει μεγαλύτερη αποδοτικότητα.

  5. Es importante comprobar el acople de los componentes antes de iniciar el experimento.

  6. Είναι σημαντικό να ελέγξετε τη σύνδεση των στοιχείων πριν ξεκινήσετε το πείραμα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "acople" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Hacer un acople: Significa adaptar algo para que funcione con otra cosa.
  2. Να κάνω μια σύνδεση: Σημαίνει να προσαρμόσω κάτι για να λειτουργήσει με κάτι άλλο.

  3. El acople perfecto: Se refiere a una combinación ideal entre dos elementos.

  4. Η τέλεια σύνδεση: Αναφέρεται σε μια ιδανική συνδυασμένη κατάσταση μεταξύ δύο στοιχείων.

  5. Acople forzado: Indica una conexión no deseada o poco natural entre dos partes.

  6. Αναγκαστική σύνδεση: Υποδηλώνει μια ανεπιθύμητη ή μη φυσική σύνδεση μεταξύ δύο μερών.

  7. Lograr un acople: Se usa para expresar el éxito en unir partes o elementos.

  8. Να πετύχω μια σύνδεση: Χρησιμοποιείται για να εκφράσει την επιτυχία στην ένωση μερών ή στοιχείων.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "acople" προέρχεται από το ρήμα "acoplar", το οποίο σημαίνει "να συνδέσεις" ή "να προσαρμόσεις". Το "a-" είναι ένα πρόθεμα που υποδεικνύει κατεύθυνση ή συσχετισμό και το "-ple" προέρχεται από το λατινικό "plectere", που σημαίνει "να πλέκεις" ή "να συνδέεις".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα



23-07-2024