Η λέξη "acordada" είναι ένα επίθετο και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως υποκείμενο (θηλυκός τύπος του ουσιαστικού "acordado").
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "acordada" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι /akoɾˈða.ða/.
Η λέξη "acordada" χρησιμοποιείται στη ισπανική γλώσσα για να περιγράψει κάτι που έχει συμφωνηθεί ή προγραμματιστεί εκ των προτέρων. Χρησιμοποιείται σε ποικίλες περιστάσεις, όπως νομικές συμφωνίες ή διαδικασίες.
Η φράση είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και στον προφορικό λόγο, ειδικά σε τυπικές συνομιλίες.
La reunión es acordada para el próximo viernes.
Η συνάντηση είναι συμφωνημένη για την επόμενη Παρασκευή.
Todos los pasos del proyecto fueron acordados previamente.
Όλα τα βήματα του έργου είχαν συμφωνηθεί εκ των προτέρων.
La decisión final fue acordada por todos los miembros.
Η τελική απόφαση είχε συμφωνηθεί από όλα τα μέλη.
Η λέξη "acordada" δεν αποτελεί συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στο ισπανικό, αλλά χρησιμοποιείται κυρίως σε επίσημα πλαίσια για να δηλώσει διαδικασίες και συμφωνίες. Παρ' όλα αυτά, μπορεί να εκφράσει κάποια λεπτομέρεια σε συγκεκριμένες φράσεις.
Todo está acordado
Όλα είναι συμφωνημένα.
Acordada de antemano
Συμφωνημένη εκ των προτέρων.
La acción acordada fue un éxito
Η συμφωνημένη δράση ήταν επιτυχής.
Una cita acordada
Μια συμφωνημένη ραντεβού.
Mesas acordadas
Συμφωνημένα τραπέζια (όπως σε μια διάσκεψη).
Η λέξη "acordada" προέρχεται από το ρήμα "acordar", το οποίο σημαίνει "να συμφωνείς" ή "να θυμάσαι". Είναι το θηλυκό participio (το μετοχή) του ρήματος και χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι το οποίο είναι προϊόν συμφωνίας ή συνεννόησης.
Συνώνυμα:
- consensuada (συμφωνημένη)
- pactada (προγραμματισμένη)
Αντώνυμα:
- desacordada (μη συμφωνημένη)
- disputada (αμφισβητημένη)