acordado - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

acordado (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Η λέξη "acordado" είναι επίθετο.

Φωνητική Μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /akoɾˈðaðo/

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της Λέξης

Η λέξη "acordado" προέρχεται από το ρήμα "acordar", που σημαίνει "να συμφωνήσουν" ή "να θυμούνται". Χρησιμοποιείται συχνά για να δηλώσει κάτι που έχει συμφωνηθεί, που είναι απόφαση, ή που αναφέρεται σε μια μνήμη ή συνείδηση. Στη γλώσσα των Ισπανικών, είναι σχετικά συχνή και εσφαλμένα εκλαμβάνεται ως περισσότερο γραπτό παρά προφορικό, αλλά χρησιμοποιείται και στις δύο μορφές.

Παραδείγματικές Προτάσεις

  1. Los dos amigos estuvieron de acuerdo y se sintieron acordados.
    (Οι δύο φίλοι ήταν σε συμφωνία και ένιωσαν ότι είχαν συμφωνηθεί.)

  2. El plan acordado fue un éxito.
    (Το συμφωνημένο σχέδιο ήταν επιτυχές.)

  3. Después de discutirlo, todos quedaron acordados en el mismo punto.
    (Μετά από τη συζήτηση, όλοι συμφώνησαν στο ίδιο σημείο.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "acordado" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μερικές ιδιομορφίες:

  1. Dejarlo acordado.
    (Να το αφήσουμε συμφωνημένο.)
    Σημαίνει ότι κάτι έχει συμφωνηθεί και δεν χρειάζεται περαιτέρω συζήτηση.

  2. Estar acordado con algo.
    (Να είσαι συμφωνημένος με κάτι.)
    Δηλώνει ότι κάποιος είναι σε συμφωνία ή σύμπνοια με μια ιδέα ή πρόταση.

  3. Acordar en un trato.
    (Να συμφωνήσουμε σε μια συμφωνία.)
    Χρησιμοποιείται σπάνια για να μεταφέρει την ιδέα της συμφωνίας ή ενός νομικού διακανονισμού.

Ετυμολογία της Λέξης

Η λέξη "acordado" προέρχεται από το λατινικό "accordare", που σημαίνει "να βρίσκεται σε αρμονία", και είναι η παθητική συμμετοχή του ρήματος "acordar".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Convenido - Pactado - Establecido

Αντώνυμα: - Desacordado - Desavenido - Conflictivo



23-07-2024