Το "acorralar" είναι ρήμα.
[akoˈralar]
Η λέξη "acorralar" σημαίνει κυριολεκτικά το να περιορίσεις κάτι ή κάποιον σε μια γωνία ή σε ένα περιορισμένο χώρο. Χρησιμοποιείται συχνά μεταφορικά για να περιγράψει την κατάσταση όπου κάποιος ή κάτι βρίσκεται υπό πίεση ή σε δύσκολη θέση, ιδίως όταν δεν έχει πολλές επιλογές. Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, με μια ελαφριά προτίμηση για το γραπτό λόγω της φυσικής της γλώσσας σε λογοτεχνικά ή δημοσιογραφικά κείμενα.
El ganado fue acorralado por los perros.
(Το κοπάδι εγκλωβίστηκε από τους σκύλους.)
Nos sentimos acorralados por las circunstancias.
(Αισθανόμαστε εγκλωβισμένοι από τις περιστάσεις.)
El ladrón fue acorralado por la policía.
(Ο κλέφτης εγκλωβίστηκε από την αστυνομία.)
Η λέξη "acorralar" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις.
Estar acorralado como una bestia en el rincón.
(Να είσαι εγκλωβισμένος σαν ένα ζώο στη γωνία.)
No le dejas salida, lo estás acorralando.
(Δεν του αφήνεις έξοδο, τον εγκλωβίζεις.)
Sentirse acorralado por las opciones.
(Να αισθάνεσαι εγκλωβισμένος από τις επιλογές.)
Acorrala tus enemigos con inteligencia.
(Εγκλώβισε τους εχθρούς σου με σοφία.)
Η λέξη "acorralar" προέρχεται από το "corral", το οποίο σημαίνει "αχωρά" ή "περίφραξη" στα ισπανικά. Είναι ένα σύνθετο ρήμα από το "a-" (προθετικό μόριο που υποδεικνύει κίνηση προς μια κατεύθυνση) και "corral".
Συνώνυμα: - encerrar (κλείνω) - limitar (περιορίζω)
Αντώνυμα: - liberar (απελευθερώνω) - soltar (αφήνω ελεύθερο)