Το "acosar" είναι ρήμα.
/a.koˈsaɾ/
Η λέξη "acosar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να καταδιώκεις ή να παρενοχλείς κάποιον με επιθετικό ή ενοχλητικό τρόπο. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορους τομείς, όπως π.χ. στον νομικό τομέα (παρενόχληση), σε στρατιωτικά συμφραζόμενα (καταδίωξη εχθρού) ή γενικά στην καθημερινή γλώσσα. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή, κυρίως σε γραπτό πλαίσιο.
Ο καταδιώκτης συνελήφθη από την αστυνομία.
Es importante denunciar cualquier caso de acoso.
Είναι σημαντικό να αναφέρετε κάθε περίπτωση παρενόχλησης.
Las víctimas de acoso escolar suelen sufrir en silencio.
Η λέξη "acosar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την παρενόχληση ή την καταδίωξη:
Εδώ αναφέρεται στην αναφορά ή την κατηγορία εναντίον κάποιου που παρενοχλεί.
Estar acosado por las deudas.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που πιέζεται ή βρίσκεται υπό πίεση λόγω οικονομικών υποχρεώσεων.
Sufrir acoso moral.
Η λέξη "acosar" προέρχεται από το λατινικό "accusare", που σημαίνει "να κατηγορήσεις". Η χρήση της έχει εξελιχθεί για να περιλαμβάνει την έννοια της καταδίωξης και της παρενόχλησης.
Συνώνυμα: - hostigar (παρενοχλώ) - perseguir (καταδιώκω)
Αντώνυμα: - proteger (προστατεύω) - apoyar (στηρίζω)