acoso - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

acoso (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "acoso" είναι ένα ουσιαστικό (sustantivo).

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /aˈkoso/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "acoso" χρησιμοποιείται γενικά για να περιγράψει το γεγονός της παρενόχλησης ή του εκφοβισμού ενός ατόμου. Είναι συχνά συνδεδεμένη με τον ψυχολογικό ή φυσικό εκφοβισμό, είτε στον εργασιακό χώρο είτε σε προσωπικές σχέσεις. Στη γλώσσα των νομικών, μπορεί να αναφέρεται στην εκδικητική ή παρενοχλητική συμπεριφορά που παραβιάζει τα δικαιώματα ενός ατόμου.

Συχνότητα χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο κοινή σε νομικά και κοινωνιολογικά συμφραζόμενα.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. "El acoso en el trabajo es un problema serio que muchas empresas deben abordar."
  2. "Η παρενόχληση στη δουλειά είναι ένα σοβαρό πρόβλημα που πολλές επιχειρήσεις πρέπει να αντιμετωπίσουν."

  3. "Las víctimas de acoso escolar a menudo sufren en silencio."

  4. "Τα θύματα εκφοβισμού στο σχολείο συχνά υποφέρουν σιωπηλά."

  5. "El acoso cibernético se ha vuelto común en la era digital."

  6. "Η διαδικτυακή παρενόχληση έχει γίνει κοινό φαινόμενο στην ψηφιακή εποχή."

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "acoso" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, όπως:

  1. "Bajo acoso"
  2. "Bajo acoso legal, la empresa tuvo que cambiar su política."
  3. "Κάτω από νομική παρενόχληση, η εταιρεία αναγκάστηκε να αλλάξει την πολιτική της."

  4. "Acoso y derribo"

  5. "El acoso y derribo del periodista fue evidente en la cobertura mediática."
  6. "Η παρενόχληση και η εξόντωση του δημοσιογράφου ήταν προφανείς στην κάλυψη των ΜΜΕ."

  7. "Acoso emocional"

  8. "El acoso emocional puede tener efectos devastadores en la salud mental."
  9. "Η ψυχολογική παρενόχληση μπορεί να έχει καταστροφικές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία."

  10. "Acoso sexual"

  11. "Las denuncias de acoso sexual están aumentando en el lugar de trabajo."
  12. "Οι καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση αυξάνονται στον εργασιακό χώρο."

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "acoso" προέρχεται από το ρήμα "acosar", το οποίο συνδέεται με την έννοια της καταδίωξης ή ενόχλησης. Η ρίζα της μπορεί να αναζητηθεί σε παλαιότερες γλώσσες της Ιβηρικής χερσονήσου.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - hostigamiento (παρενόχληση) - intimidación (εκφοβισμός)

Αντώνυμα: - protección (προστασία) - apoyo (στήριξη)



22-07-2024