Το "acoso" είναι ένα ουσιαστικό (sustantivo).
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /aˈkoso/
Η λέξη "acoso" χρησιμοποιείται γενικά για να περιγράψει το γεγονός της παρενόχλησης ή του εκφοβισμού ενός ατόμου. Είναι συχνά συνδεδεμένη με τον ψυχολογικό ή φυσικό εκφοβισμό, είτε στον εργασιακό χώρο είτε σε προσωπικές σχέσεις. Στη γλώσσα των νομικών, μπορεί να αναφέρεται στην εκδικητική ή παρενοχλητική συμπεριφορά που παραβιάζει τα δικαιώματα ενός ατόμου.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο κοινή σε νομικά και κοινωνιολογικά συμφραζόμενα.
"Η παρενόχληση στη δουλειά είναι ένα σοβαρό πρόβλημα που πολλές επιχειρήσεις πρέπει να αντιμετωπίσουν."
"Las víctimas de acoso escolar a menudo sufren en silencio."
"Τα θύματα εκφοβισμού στο σχολείο συχνά υποφέρουν σιωπηλά."
"El acoso cibernético se ha vuelto común en la era digital."
Η λέξη "acoso" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, όπως:
"Κάτω από νομική παρενόχληση, η εταιρεία αναγκάστηκε να αλλάξει την πολιτική της."
"Acoso y derribo"
"Η παρενόχληση και η εξόντωση του δημοσιογράφου ήταν προφανείς στην κάλυψη των ΜΜΕ."
"Acoso emocional"
"Η ψυχολογική παρενόχληση μπορεί να έχει καταστροφικές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία."
"Acoso sexual"
Η λέξη "acoso" προέρχεται από το ρήμα "acosar", το οποίο συνδέεται με την έννοια της καταδίωξης ή ενόχλησης. Η ρίζα της μπορεί να αναζητηθεί σε παλαιότερες γλώσσες της Ιβηρικής χερσονήσου.
Συνώνυμα: - hostigamiento (παρενόχληση) - intimidación (εκφοβισμός)
Αντώνυμα: - protección (προστασία) - apoyo (στήριξη)