Το «acostado» είναι επιρρηματική μορφή του ρήματος «acostar», που σημαίνει "να ξαπλώνω" ή "να τοποθετώ".
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: [a.ko̞sˈta.ðo]
Η λέξη «acostado» χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια θέση ή κατάσταση ενός ατόμου ή αντικειμένου που είναι ξαπλωμένο σε οριζόντια θέση. Στη γλώσσα των Ισπανικών, είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε γραπτό λόγο, αλλά συναντάται και στον προφορικό.
El perro está acostado en el sofá.
(Ο σκύλος είναι ξαπλωμένος στον καναπέ.)
Ella se acostó temprano porque estaba cansada.
(Αυτή ξάπλωσε νωρίς γιατί ήταν κουρασμένη.)
Η λέξη «acostado» δεν είναι τόσο συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να σχηματίσει εκφράσεις. Ακολουθούν κάποιες προτάσεις:
Estar acostado en las nubes.
(Να είσαι ξαπλωμένος στα σύννεφα - να είσαι χαμένος σε σκέψεις ή ονειροπόληση.)
Quedarse acostado todo el día.
(Να μένεις ξαπλωμένος όλη μέρα - να μην κάνεις τίποτα, να είσαι απλώς τεμπέλης.)
Estar acostado boca arriba.
(Να είσαι ξαπλωμένος ανάσκελα - να βρίσκεσαι σε θέση ανάσκελα.)
Η λέξη «acostado» προέρχεται από το ρήμα «acostar», που έχει ρίζες στη Λατινική γλώσσα, με το «accostare», που σημαίνει "να τοποθετείς κοντά" ή "να ξαπλώνεις".
Συνώνυμα: - tumbado (ξαπλωμένος) - echado (ξαπλωμένος, καθισμένος)
Αντώνυμα: - de pie (σε όρθια θέση) - sentado (καθισμένος)