Το "acostumbrarse" είναι ρήμα.
/fiko̞s.tum.ˈbɾaɾ.se/
Το "acostumbrarse" σημαίνει "να συνηθίζω" ή "να προσαρμόζομαι" σε μια κατάσταση ή συνθήκη. Χρησιμοποιείται όταν κάποιος έχει τη διαδικασία να γίνει οικείος με κάτι νέο ή διαφορετικό. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και στις δύο μορφές, προφορικά και γραπτά, αλλά συναντάται ελαφρώς πιο συχνά σε προφορικό λόγο.
(Συνηθίζω να ζω εδώ.)
Es difícil acostumbrarse a un nuevo trabajo.
Το "acostumbrarse" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:
(Συνηθίζω το καλό.)
Nunca es tarde para acostumbrarse.
(Ποτέ δεν είναι αργά για να συνηθίσεις.)
Es cuestión de tiempo acostumbrarse.
(Είναι ζήτημα χρόνου να συνηθίσεις.)
Se acostumbró a la rutina rápidamente.
(Συνήθισε τη ρουτίνα γρήγορα.)
Tienes que acostumbrarte al clima.
Το "acostumbrarse" προέρχεται από την ένωση του ρήματος "acostumbrar", που σημαίνει "να συνηθίσω" και του προσδιοριστικού μόριου "-se", που χρησιμοποιείται για να δηλώσει αυτο-αναφορά στην ενέργεια του ρήματος.
adaptarse (προσαρμόζομαι)
Αντώνυμα: