Ρήμα
/a.koˈtaɾ/
Η λέξη "acotar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών για να υποδηλώσει τη διαδικασία του περιορισμού ή του καθορισμού ενός πλαισίου. Επίσης, μπορεί να αναφέρεται στη σύσταση, είτε διαδικαστικά είτε σε συμφραζόμενα, και χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως είναι η γεωμετρία, η νομική, και η στρατιωτική στρατηγική. Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί και σε προφορικές συζητήσεις.
"Es importante acotar los límites del proyecto antes de iniciarlo."
"Είναι σημαντικό να περιορίσουμε τα όρια του έργου πριν το ξεκινήσουμε."
"El profesor nos pidió que acotáramos el tema de nuestra presentación."
"Ο δάσκαλος μας ζήτησε να περιορίσουμε το θέμα της παρουσίασής μας."
"Debemos acotar los espacios de trabajo para una mejor organización."
"Πρέπει να περιορίσουμε τους χώρους εργασίας για καλύτερη οργάνωση."
Η λέξη "acotar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, που σχετίζονται με τον περιορισμό ή τον καθορισμό.
"Acotar el terreno político."
"Να περιορίσουμε το πολιτικό πεδίο." (αναφέρεται στην καθοριστική ανάθεση αρμοδιοτήτων).
"Acotar las posibilidades."
"Να περιορίσουμε τις δυνατότητες." (αναφέρεται στη διαδικασία επιλογής από πολλές εναλλακτικές).
"Acotar el debate."
"Να περιορίσουμε τη συζήτηση." (αναφέρεται στη συστηματική μείωση της θεματολογίας μιας συζήτησης).
"Es necesario acotar la información."
"Είναι απαραίτητο να περιορίσουμε την πληροφορία." (αναφέρεται στη συρρίκνωση των δεδομένων σε πιο διαχειρίσιμο μέγεθος).
"Acotar el alcance del proyecto."
"Να περιορίσουμε το πεδίο του έργου." (αναφέρεται στον καθορισμό των στόχων ενός έργου).
Η λέξη "acotar" προέρχεται από το καίριο ρήμα "cotar", που σημαίνει «να κόβω» ή «να περιορίζω», με την προσθήκη του προθέματος "a", που προσδιορίζει τη διαδικασία του περιορισμού.
Συνώνυμα: - limitar - restringir - delimitar
Αντώνυμα: - ampliar - extender - expandir