Η λέξη "acre" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μορφή της λέξης στην ισπανική γλώσσα είναι /'a.kɾe/.
Η λέξη "acre" αναφέρεται σε μια μονάδα μέτρησης της έκτασης γης, κυρίως χρησιμοποιούμενη στις συζητήσεις σχετικά με τον γεωργικό τομέα, τη γεωγραφία και την οικονομία. Η χρήση της είναι πιο συνηθισμένη στο γραπτό λόγο, κυρίως σε νομικά ή γεωργικά κείμενα, καθώς και σε αναφορές που σχετίζονται με το μέγεθος της γης.
Συχνότητα χρήσης: Ο όρος "acre" χρησιμοποιείται συχνά, κυρίως σε κείμενα σχετικά με τα αγροτικά θέματα και την ακίνητη περιουσία.
El terreno tiene una extensión de cien acres.
(Το έδαφος έχει έκταση εκατό εκταρίων.)
El agricultor compró tierras en acre para cultivar.
(Ο αγρότης αγόρασε εκτάσεις σε εκτάριο για καλλιέργεια.)
La propiedad se mide en acres para facilitar su venta.
(Η ιδιοκτησία μετριέται σε εκτάρια για να διευκολύνει την πώλησή της.)
Η λέξη "acre" δεν έχει πολλές γνώριμες ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να είναι μέρος εκφράσεων που σχετίζονται με την έκταση.
Jardín de un acre
(Κήπος ενός εκταρίου)
Αναφέρεται σε έναν κήπο ή έναν ανοιχτό χώρο που έχει μέγεθος ενός εκταρίου.
Comprar tierras a un precio por acre
(Να αγοράσετε γη σε τιμή ανά εκτάριο)
Χρησιμοποιείται συχνά σε οικονομικές συζητήσεις αναφορικά με αγροτικές επενδύσεις.
Vender un acre de tierra
(Να πωλήσετε ένα εκτάριο γης)
Εξαιρετικά σύνηθες στις κτηματομεσιτικές συναλλαγές.
Η λέξη "acre" προέρχεται από το λατινικό "ager" που σημαίνει "χωράφι" ή "γεώργος".
Η λέξη "acre" είναι κρίσιμη σε πολλές οικονομικές και γεωργικές συζητήσεις στη γλώσσα Ισπανικά. Όπως φαίνεται, η χρήση της είναι ευρέως διαδεδομένη στον γραπτό λόγο και σε νομικά ή τεχνικά κείμενα.