Ρήμα
/akɾeθenˈtaɾ/ (καταχωρημένη φωνητική μεταγραφή), /akrenˈtar/ (ισπανική προφορά σε κάποιες περιοχές)
Η λέξη "acrecentar" στα ισπανικά σημαίνει να αυξάνεις, να μεγαλώνεις ή να ενισχύεις κάτι. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα και μπορεί να αναφέρεται σε ποσοτικά ή ποιοτικά χαρακτηριστικά. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή και παρατηρείται και σε προφορικό και σε γραπτό λόγο, ανάλογα με το πλαίσιο επικοινωνίας.
Η κυβέρνηση αποφάσισε να αυξήσει τον κατώτατο μισθό.
Es importante acrecentar nuestro conocimiento sobre el tema.
Είναι σημαντικό να επαυξήσουμε τις γνώσεις μας σχετικά με το θέμα.
El número de voluntarios ha acrecentado en los últimos años.
Η λέξη "acrecentar" δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορους τομείς, όπως:
Es esencial acrecentar la confianza entre los miembros del equipo.
Acrecentar el peligro
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "acrescentare", που σημαίνει "να αυξήσεις". Το "acrescentare" αποτελείται από το πρόθεμα "a-" (προς) και τη ρίζα "crescent-" (αυξάνω).
Συνώνυμα: - Aumentar - Incrementar - Ampliar
Αντώνυμα: - Disminuir (μειώνω) - Reducir (μειώνω) - Decrecer (μειώνομαι)