Η λέξη "acreditativo" είναι επίθετο.
/a.kɾe.ði.ta.ti.vo/
Η λέξη "acreditativo" αναφέρεται σε κάτι που σχετίζεται με την πιστοποίηση ή την αναγνώριση. Χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά, οικονομικά και εκπαιδευτικά συμφραζόμενα για να δηλώσει έγγραφα ή διαδικασίες που παρέχουν αποδείξεις ή επιβεβαίωσης. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε γραπτά κείμενα, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται σε προφορικές συζητήσεις ειδικά σε επαγγελματικά ή ακαδημαϊκά πλαίσια.
Το πιστοποιητικό έγγραφο πρέπει να παρουσιαστεί πριν από την παράδοση.
Necesitamos un informe acreditativo para continuar el proceso.
Χρειαζόμαστε μια πιστοποιητική αναφορά για να συνεχίσουμε τη διαδικασία.
El sistema de evaluación incluye un critério acreditativo.
Η λέξη "acreditativo" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με πιστοποίηση και αναγνώριση.
Η λήψη ενός πιστοποιητικού τίτλου είναι θεμελιώδης για την καριέρα του.
Su experiencia es un valor acreditativo en el mercado laboral.
Η εμπειρία του είναι ένα πιστοποιητικό αξίας στην αγορά εργασίας.
El curso ofrece un certificado acreditativo reconocido internacionalmente.
Το πρόγραμμα παρέχει ένα πιστοποιητικό αναγνωρισμένο διεθνώς.
Contar con un respaldo acreditativo es importante en la negociación.
Η ύπαρξη ενός πιστοποιητικού υποστήριξης είναι σημαντική στη διαπραγμάτευση.
El documento acreditativo demuestra su capacidad profesional.
Η λέξη "acreditativo" προέρχεται από το ρήμα "acreditar", το οποίο σημαίνει "να πιστοποιήσεις ή να αναγνωρίσεις" και το επίθημα "-ivo", που δηλώνει ότι κάτι σχετίζεται με την ιδιότητα ή τη διαδικασία.
Συνώνυμα: - certificativo - autorizativo - validativo
Αντώνυμα: - no acreditativo - desautorizado - invalidado