Το "acreedor" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [a.kɾeˈðeɾ]
Η λέξη "acreedor" αναφέρεται σε ένα άτομο ή μια οντότητα που έχει το δικαίωμα να απαιτεί από κάποιον άλλο μια οφειλή ή πληρωμή. Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα των οικονομικών και του δικαίου, όπου ο δανειστής ή ο πιστωτής απαιτεί την αποπληρωμή ενός χρέους. Η χρήση της είναι συχνή σε γραπτά και νομικά κείμενα, ωστόσο μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο.
"El acreedor envió un recordatorio de pago."
"Ο δανειστής έστειλε μια υπενθύμιση πληρωμής."
"En caso de impago, el acreedor puede tomar acciones legales."
"Σε περίπτωση μη πληρωμής, ο πιστωτής μπορεί να λάβει νομικές ενέργειες."
"El contrato especifica los derechos del acreedor."
"Η σύμβαση καθορίζει τα δικαιώματα του πιστωτή."
Η λέξη "acreedor" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σχετικές με οικονομικές υποχρεώσεις και νομικές διαδικασίες.
"Ser acreedor de un préstamo."
"Να είσαι δανειστής ενός δανείου."
"Los derechos del acreedor son claros en este contrato."
"Τα δικαιώματα του πιστωτή είναι σαφή σε αυτή τη σύμβαση."
"El acreedor no puede ejercer presión sobre el deudor."
"Ο πιστωτής δεν μπορεί να ασκήσει πίεση στον οφειλέτη."
"El acreedor tiene prioridad en la recuperación de su deuda."
"Ο πιστωτής έχει προτεραιότητα στην είσπραξη του χρέους του."
"El retraso en el pago puede afectar la relación con el acreedor."
"Η καθυστέρηση στην πληρωμή μπορεί να επηρεάσει τη σχέση με τον πιστωτή."
Η λέξη "acreedor" προέρχεται από το λατινικό "accreditorem", το οποίο προέρχεται από το "accreditare", που σημαίνει "να δανείζεις" ή "να παραχωρείς πιστώσεις".
Συνώνυμα: - Deudor - Credor (λιγότερο χρησιμοποιούμενος)
Αντώνυμα: - Deudor (οφειλέτης) - Impagador (μη πληρωτής)
Αυτή η παρατήρηση δείχνει τη σημασία της λέξης "acreedor" στην οικονομική και νομική συζήτηση, υπογραμμίζοντας τη σχέση μεταξύ των πιστωτών και των οφειλετών.