Acibillar είναι ρήμα.
/akiβiˈɾar/
Η λέξη acribillar αναφέρεται κυρίως στη δράση του να ρίχνεις πολλές σφαίρες ή χτυπήματα σε κάποιον ή κάτι, με σκοπό να προκαλέσεις σοβαρές ζημιές ή να σκοτώσεις. Χρησιμοποιείται κυρίως σε στρατιωτικά ή εγκληματικά πλαίσια. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτό κείμενο, ιδίως σε λογοτεχνικά ή δημοσιογραφικά κείμενα που σχετίζονται με βία.
El ejército decidió acribillar al enemigo con fuego cruzado.
(Ο στρατός αποφάσισε να ρίξει πολλά πυρά στον εχθρό με σταυρωτή φωτιά.)
Los delincuentes acribillaron el coche del rival en la noche.
(Οι κακοποιοί έριξαν πολλές σφαίρες στο αυτοκίνητο του αντιπάλου τη νύχτα.)
Ejemplo: El maestro acribilló a preguntas a sus alumnos durante el examen.
(Ο δάσκαλος υπερβολικά ρώτησε τους μαθητές του κατά τη διάρκεια της εξέτασης.)
Acribillar con críticas
Ejemplo: La película fue acribillada con críticas negativas por la prensa.
(Η ταινία υπερφορτώθηκε με αρνητικές κριτικές από τον τύπο.)
Acribillar de elogios
Η λέξη acribillar προέρχεται από το καίριο «cribilla», που σημαίνει «σκορπίζω» ή «διανέμω». Ενδεχομένως έχει αραβική ρίζα που σχετίζεται με βία ή καταστροφή, αν και η ακριβής προέλευση είναι αβέβαιη.
Συνώνυμα:
- Asediar (πολιορκώ)
- Bombardear (βομβαρδίζω)
Αντώνυμα:
- Proteger (προστατεύω)
- Salvar (σώζω)