Acrosolar είναι ρήμα.
[akɾiˈso.laɾ]
Η λέξη acrisolar χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει τη διαδικασία με την οποία κάτι καθίσταται πιο έντονο, κυρίως σε συμφραζόμενα που σχετίζονται με τις συναισθηματικές ή σωματικές καταστάσεις. Η χρήση της είναι πιο συνήθης σε γραπτό πλαίσιο και ειδικότερα σε λογοτεχνικά ή νομικά κείμενα.
El debate acrisola las pasiones de los participantes.
(Η συζήτηση οξύνει τα πάθη των συμμετεχόντων.)
Con el tiempo, su resentimiento acrisola aún más su relación con su hermano.
(Με τον καιρό, η πικρία του οξύνει ακόμη περισσότερο τη σχέση του με τον αδελφό του.)
Η λέξη acrisolar δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε παραλλαγές και συντακτικά σχηματισμούς όπως:
Acrisolar las tensiones en una discusión.
(Να οξύνει τις εντάσεις σε μια συζήτηση.)
Las críticas acrisolan el debate público.
(Οι κριτικές οξύνουν τη δημόσια συζήτηση.)
Su ego acrisola la competencia entre los colegas.
(Ο εγωισμός του οξύνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των συναδέλφων.)
Η λέξη προέρχεται από την ελληνική ρίζα "άκρον", που σημαίνει "άκρη" ή "το πιο έντονο σημείο". Η σύνθεση προσδιορίζει μια διαδικασία έντασης ή αύξησης.