Η λέξη "actitud" αναφέρεται στη στάση ή τη συμπεριφορά ενός ατόμου απέναντι σε καταστάσεις, γεγονότα ή άλλα άτομα. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα των Ισπανικών τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με χαρακτηριστική χρήση σε ψυχολογικά και κοινωνικά συμφραζόμενα. Η συχνότητά της είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται σε καθημερινές συνομιλίες και επιστημονικά κείμενα.
Παραδείγματα προτάσεων:
1. La actitud positiva puede cambiar el resultado de una situación.
(Η θετική στάση μπορεί να αλλάξει το αποτέλεσμα μιας κατάστασης.)
Η λέξη "actitud" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις που αναδεικνύουν τη σημασία της στάσης ενός ατόμου.
Παραδείγματα ιδιωματικών εκφράσεων:
1. Tener una actitud de mártir.
(Να έχεις μια στάση θύματος.)
Cambiar de actitud de un día para otro.
(Να αλλάξεις στάση από τη μια μέρα στην άλλη.)
Actitud de victoria.
(Στάση νίκης.)
Una actitud desafiante.
(Μια προκλητική στάση.)
Mostrando una actitud negativa.
(Δείχνοντας μια αρνητική στάση.)
Actitud ante la vida.
(Στάση απέναντι στη ζωή.)
Η λέξη "actitud" προέρχεται από το γαλλικό "attitude", που επίσης είναι δάνειο από το λατινικό "aptitudo", που σημαίνει "ικανότητα" ή "προσαρμογή".
disposición (διάθεση)
Αντώνυμα: