Η λέξη actividad είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/aktiβiˈðað/
Η λέξη actividad αναφέρεται σε οποιαδήποτε μορφή δράσης ή εργασίας που εκτελείται από ένα πρόσωπο, μια ομάδα ή έναν οργανισμό. Χρησιμοποιείται ευρέως στην καθημερινή γλώσσα, όπως και στη θεωρία των φυσικών επιστημών, την οικονομία, την εκπαίδευση καθώς και στην ιατρική. Μαζί με την αναφορά σε φυσικές δραστηριότητες, μπορεί επίσης να περιγράψει κοινωνικές ή πολιτιστικές εκδηλώσεις. Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
La actividad en la clase fue muy interesante.
(Η δραστηριότητα στην τάξη ήταν πολύ ενδιαφέρουσα.)
Dedicamos tiempo a la actividad física cada día.
(Αφιερώσαμε χρόνο στη φυσική δραστηριότητα κάθε μέρα.)
La actividad cultural de la ciudad atrae a muchos turistas.
(Η πολιτιστική δραστηριότητα της πόλης προσελκύει πολλούς τουρίστες.)
Η λέξη actividad χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά, που συχνά αναφέρονται σε ειδικές καταστάσεις ή κοινωνικές συμπεριφορές.
"Es importante aumentar la actividad en este sector."
(Είναι σημαντικό να αυξήσουμε τη δραστηριότητα στον τομέα αυτό.)
Actividad frenética
(Φρενήρης δραστηριότητα)
"La actividad frenética de la ciudad no permite el descanso."
(Η φρενήρης δραστηριότητα της πόλης δεν επιτρέπει την ξεκούραση.)
Bajo actividad
(Χαμηλή δραστηριότητα)
"La empresa reporta bajo actividad este trimestre."
(Η εταιρεία αναφέρει χαμηλή δραστηριότητα αυτό το τρίμηνο.)
Actividad residual
(Υπόλοιπη δραστηριότητα)
Η λέξη actividad προέρχεται από το λατινικό activitas, που σημαίνει την ιδιότητα της δράσης (actio), και σχηματίζεται από τη ρίζα act- (δράση) με την προσθήκη της κατάληξης -idad, που σημαίνει ποιότητα ή κατάσταση.
labor (εργασία)
Αντώνυμα: