Η λέξη "activo" είναι επίθετο και ουσιαστικό στα Ισπανικά.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "activo" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι /akˈtivo/.
Η λέξη "activo" έχει διπλή σημασία στα Ισπανικά: 1. Ως επίθετο αναφέρεται σε κάτι που είναι σε κατάσταση έντονης δραστηριότητας ή που ενεργεί, δηλαδή "ενεργητικός". 2. Ως ουσιαστικό χρησιμοποιείται για να περιγράψει περιουσιακά στοιχεία ή οτιδήποτε έχει οικονομική αξία, συνήθως στον τομέα των οικονομικών και της λογιστικής.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης "activo" είναι υψηλή και μπορεί να συναντηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ιδίως σε οικονομικά και νομικά κείμενα.
El activo más importante de la empresa es su capital humano.
(Το πιο σημαντικό περιουσιακό στοιχείο της επιχείρησης είναι το ανθρώπινο κεφάλαιο.)
Juan es una persona muy activa y siempre está haciendo algo.
(Ο Χουάν είναι πολύ δραστήριος άνθρωπος και πάντα κάνει κάτι.)
Estar activo en el mercado significa tener un papel importante en la economía.
(Το να είσαι ενεργός στην αγορά σημαίνει ότι έχεις σημαντικό ρόλο στην οικονομία.)
Es un activo vital para el éxito de cualquier proyecto.
(Είναι ένα ζωτικό περιουσιακό στοιχείο για την επιτυχία οποιουδήποτε έργου.)
Mantenerse activo es fundamental para la salud física y mental.
(Το να παραμένεις δραστήριος είναι θεμελιώδες για τη σωματική και ψυχική υγεία.)
Invertir en activos sostenibles es una tendencia creciente.
(Η επένδυση σε βιώσιμα περιουσιακά στοιχεία είναι μια αυξανόμενη τάση.)
Un activo importante en este contexto es la relación con los clientes.
(Ένα σημαντικό περιουσιακό στοιχείο σε αυτό το πλαίσιο είναι η σχέση με τους πελάτες.)
Η λέξη "activo" προέρχεται από το λατινικό "activus", που σημαίνει "ενεργητικός, δραστικός".
Συνώνυμα: - dinámico (δυναμικός) - enérgico (ενεργητικός)
Αντώνυμα: - pasivo (παθητικός) - inactivo (ανενεργός)