Η λέξη activos χρησιμοποιείται στη γλώσσα των οικονομικών και των επιχειρήσεων για να αναφερθεί σε περιουσιακά στοιχεία που έχουν αξία και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή κέρδους. Στην καθημερινή γλώσσα, μπορεί να αναφέρεται σε άτομα ή πράγματα που είναι ενεργά ή δραστήρια. Η χρήση της λέξης είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας έχουν αυξηθεί φέτος.
Es importante diversificar los activos para minimizar riesgos.
Η λέξη activos δεν έχει πολλές συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορους συμφραζόμενους. Ορίστε μερικές παραδείγματα με περιεχόμενο:
Να έχεις ρευστά περιουσιακά στοιχεία είναι απαραίτητο για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα.
Los activos tangibles a menudo se consideran más valiosos que los intangibles.
Τα υλικά περιουσιακά στοιχεία θεωρούνται συχνά πιο πολύτιμα από τα άυλα.
La gestión de activos es clave para el éxito de cualquier inversión.
Η λέξη activos προέρχεται από το λατινικό «activus», το οποίο σημαίνει "ενεργός". Ανάγεται στην ελληνική λέξη «ἔργον» (έργο), υποδηλώνοντας κάτι που έχει δράση ή μπορεί να επιφέρει αποτέλεσμα.
Energéticos (στην καθημερινή χρήση: vivos, activos)
Αντώνυμα:
Αυτή είναι μια ολοκληρωμένη αναφορά για τον όρο activos στη γλώσσα Ισπανικά.