Η λέξη "actor" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "actor" στα Ισπανικά είναι: [akˈtoɾ]
Στα Ισπανικά, η λέξη "actor" αναφέρεται σε κάποιον που παίζει ρόλους σε θεατρικές ή κινηματογραφικές παραστάσεις. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με σχετική συχνότητα, ιδίως σε καλλιτεχνικά και νομικά συμφραζόμενα.
Ο ηθοποιός κέρδισε ένα βραβείο για την ερμηνεία του.
Ella siempre soñó con ser actriz, como su padre que fue un gran actor.
Η λέξη "actor" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις όπως:
Σημαίνει ότι κάποιος αναλαμβάνει την ευθύνη για τις δικές του αποφάσεις.
Un actor secundario.
Φαίνεται ότι κάποιος δεν έχει τον κύριο ρόλο, αλλά παίζει σημαντικό ρόλο στην αφήγηση.
El actor que se roba el espectáculo.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που τραβάει την προσοχή και ξεχωρίζει σε μια παράσταση ή ταινία.
Ser un actor en una comedia.
Η λέξη "actor" προέρχεται από το λατινικό "actor", το οποίο σημαίνει "εκτελεστής" ή "παίκτης".
performer (παίκτης)
Αντώνυμα:
Αυτή είναι μια συνολική εικόνα της λέξης "actor" και της χρήσης της στα Ισπανικά.