actriz είναι ένα θηλυκό ουσιαστικό (sustantivo femenino) στα Ισπανικά.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης actriz είναι /akˈtɾis/.
Η actriz μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - η ηθοποιός (θηλυκό).
Η λέξη actriz αναφέρεται σε μια γυναίκα που παίζει ρόλους σε θεατρικές παραστάσεις, ταινίες ή τηλεοπτικές σειρές. Είναι μια κοινώς χρησιμοποιούμενη λέξη στα Ισπανικά, με συχνότητα χρήσης κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτά κείμενα όπως άρθρα και κριτικές στους τομείς του θεάτρου και του κινηματογράφου.
Η ηθοποιός κέρδισε ένα βραβείο για την εντυπωσιακή της ερμηνεία.
Me encanta ver películas donde actúa mi actriz favorita.
Μου αρέσει να βλέπω ταινίες όπου παίζει η αγαπημένη μου ηθοποιός.
La actriz es conocida por su compromiso con los derechos humanos.
Η λέξη actriz χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
(Σημαίνει ότι κάποιος έχει τον κύριο ρόλο ή την κύρια ευθύνη σε μια κατάσταση.)
Actriz de reparto.
(Αναφέρεται σε ηθοποιούς που δεν έχουν κύριους ρόλους, αλλά έχουν σημαντική παρουσία.)
La actriz que se lleva todos los aplausos.
(Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που κλέβει την παράσταση ή έχει πολλές επιτυχίες.)
Convertirse en actriz.
(Χρησιμοποιείται όταν κάποιος αποφασίζει να ακολουθήσει μια καριέρα στην υποκριτική.)
Actuar como una actriz de Hollywood.
(Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια συμπεριφορά που μοιάζει με αυτή των διάσημων ηθοποιών του Χόλιγουντ.)
Una actriz llena de talento.
Η λέξη actriz προέρχεται από το λατινικό actrix, το οποίο είναι το θηλυκό του actor. Η ρίζα του act- σημαίνει «να ενεργώ» ή «να πράττω».
Συνώνυμα: - intérprete (ερμηνευτής/ερμηνεύτρια) - artista (καλλιτέχνης)
Αντώνυμα: - espectador (θεατής, ή φυγόλογος σε διαστάσεις) - público (κοινό)
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν την ουσία και τη χρήση της λέξης actriz στα Ισπανικά.