actriz - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

actriz (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

actriz είναι ένα θηλυκό ουσιαστικό (sustantivo femenino) στα Ισπανικά.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης actriz είναι /akˈtɾis/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η actriz μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - η ηθοποιός (θηλυκό).

Σημασία της λέξης

Η λέξη actriz αναφέρεται σε μια γυναίκα που παίζει ρόλους σε θεατρικές παραστάσεις, ταινίες ή τηλεοπτικές σειρές. Είναι μια κοινώς χρησιμοποιούμενη λέξη στα Ισπανικά, με συχνότητα χρήσης κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτά κείμενα όπως άρθρα και κριτικές στους τομείς του θεάτρου και του κινηματογράφου.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La actriz ganó un premio por su impresionante actuación.
  2. Η ηθοποιός κέρδισε ένα βραβείο για την εντυπωσιακή της ερμηνεία.

  3. Me encanta ver películas donde actúa mi actriz favorita.

  4. Μου αρέσει να βλέπω ταινίες όπου παίζει η αγαπημένη μου ηθοποιός.

  5. La actriz es conocida por su compromiso con los derechos humanos.

  6. Η ηθοποιός είναι γνωστή για τη δέσμευσή της στα ανθρώπινα δικαιώματα.

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "actriz"

Η λέξη actriz χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν μερικές από αυτές:

  1. Ser la actriz principal.
  2. Να είσαι η βασική ηθοποιός.
  3. (Σημαίνει ότι κάποιος έχει τον κύριο ρόλο ή την κύρια ευθύνη σε μια κατάσταση.)

  4. Actriz de reparto.

  5. Ηθοποιός του δεύτερου ρόλου.
  6. (Αναφέρεται σε ηθοποιούς που δεν έχουν κύριους ρόλους, αλλά έχουν σημαντική παρουσία.)

  7. La actriz que se lleva todos los aplausos.

  8. Η ηθοποιός που παίρνει όλα τα χειροκροτήματα.
  9. (Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που κλέβει την παράσταση ή έχει πολλές επιτυχίες.)

  10. Convertirse en actriz.

  11. Να γίνεις ηθοποιός.
  12. (Χρησιμοποιείται όταν κάποιος αποφασίζει να ακολουθήσει μια καριέρα στην υποκριτική.)

  13. Actuar como una actriz de Hollywood.

  14. Να δρας σαν ηθοποιός του Χόλιγουντ.
  15. (Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια συμπεριφορά που μοιάζει με αυτή των διάσημων ηθοποιών του Χόλιγουντ.)

  16. Una actriz llena de talento.

  17. Μια ηθοποιός γεμάτη ταλέντο.
  18. (Αναφέρεται σε κάποιον που έχει ιδιαίτερες ικανότητες στην υποκριτική.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη actriz προέρχεται από το λατινικό actrix, το οποίο είναι το θηλυκό του actor. Η ρίζα του act- σημαίνει «να ενεργώ» ή «να πράττω».

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - intérprete (ερμηνευτής/ερμηνεύτρια) - artista (καλλιτέχνης)

Αντώνυμα: - espectador (θεατής, ή φυγόλογος σε διαστάσεις) - público (κοινό)

Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν την ουσία και τη χρήση της λέξης actriz στα Ισπανικά.



23-07-2024