Actuar είναι ρήμα.
/fak.tuˈaɾ/
Η λέξη actuar σημαίνει «να δράσω» ή «να ενεργώ». Χρησιμοποιείται συχνά στους τομείς της οικονομίας, του δικαίου και γενικά στη γλώσσα Ισπανικά. Συνήθως χρησιμοποιείται σε γραπτό και προφορικό λόγο. Έχει συχνότητα χρήσης σε καθημερινές συνομιλίες και σε επαγγελματικά κείμενα.
Voy a actuar en la obra de teatro.
Θα δράσω στη θεατρική παράσταση.
Es importante actuar de manera ética en los negocios.
Είναι σημαντικό να ενεργείς με ηθικό τρόπο στις επιχειρήσεις.
Ellos suelen actuar rápidamente en situaciones de emergencia.
Συνήθως ενεργούν γρήγορα σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης.
Actuar como si nada.
Να ενεργείς σαν να μην συνέβη τίποτα.
Actuar a la ligera.
Να ενεργείς επιπόλαια.
Actuar en consecuencia.
Να δρθούν αναλόγως.
Actuar de acuerdo a la ley.
Να δρθεί σύμφωνα με το νόμο.
No actuar de forma impulsiva.
Να μην δρθείς παρορμητικά.
Actuar en defensa propia.
Να δρθείς σε αυτοάμυνα.
Το ρήμα actuar προέρχεται από το λατινικό actuāre, που σημαίνει «να κάνω» ή «να πράττω».
Συνώνυμα: - Funcionar (λειτουργώ) - Ejecutar (εκτελώ)
Αντώνυμα: - Inhibir (αναστέλλω) - Permanecer (παραμένω)