acuñado - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

acuñado (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου:

Το "acuñado" είναι μέρος του ρήματος "acuñar", το οποίο χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα.

Φωνητική μεταγραφή:

/akuˈɲaðo/

Μεταφράσεις:

  1. Ελληνικά: κοπή νομίσματος
  2. Ελληνικά: κοπή σφραγίδας

Χρήση και συχνότητα:

Το ρήμα "acuñar" σημαίνει "να κόβω νόμισμα" ή "να κοπώ σφραγίδα". Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, ανάλογα με το πλαίσιο.

Παραδειγματικές προτάσεις:

  1. El gobierno acuñó una nueva moneda. (Η κυβέρνηση κόπηκε ένα νέο νόμισμα.)
  2. ¿Dónde puedo acuñar una medalla conmemorativa? (Πού μπορώ να κόψω μια αναμνηστική μετάλλιο;)

Ετυμολογία:

Η λέξη "acuñar" προέρχεται από τα λατινικά "cuneāre", που σημαίνει "να τοποθετήσει σε σχήμα κονιάματος".

Συνώνυμα:

Αντώνυμα:



3