acuñado (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Μέρος του λόγου:
Το "acuñado" είναι μέρος του ρήματος "acuñar", το οποίο χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα.
Φωνητική μεταγραφή:
/akuˈɲaðo/
Μεταφράσεις:
- Ελληνικά: κοπή νομίσματος
- Ελληνικά: κοπή σφραγίδας
Χρήση και συχνότητα:
Το ρήμα "acuñar" σημαίνει "να κόβω νόμισμα" ή "να κοπώ σφραγίδα". Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, ανάλογα με το πλαίσιο.
Παραδειγματικές προτάσεις:
- El gobierno acuñó una nueva moneda. (Η κυβέρνηση κόπηκε ένα νέο νόμισμα.)
- ¿Dónde puedo acuñar una medalla conmemorativa? (Πού μπορώ να κόψω μια αναμνηστική μετάλλιο;)
Ετυμολογία:
Η λέξη "acuñar" προέρχεται από τα λατινικά "cuneāre", που σημαίνει "να τοποθετήσει σε σχήμα κονιάματος".
Συνώνυμα:
- Acuñar: κόβω νόμισμα, κόβω σφραγίδα
- Sellar: σφραγίζω, κλείνω
Αντώνυμα:
- Desacuñar: ανακηρύσσω ανεγέρασμα
- Abrir: ανοίγω
3