Μέρος του λόγου: Ρήμα
Φωνητική μεταγραφή: aku̯aðɾiˈʝaɾ
Χρήση/Συχνότητα: Η λέξη "acuadrillar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά στο Χιλή και είναι μια αρκετά αρχαϊκή λέξη που συχνά μπορεί να βρεθεί σε γραπτά κείμενα ή σε ποιητικά έργα.
Παραδειγματικές Προτάσεις: 1. Los presos fueron acuadrillados para trabajar en el campo. (Οι κρατούμενοι τέθηκαν σε ομάδες για να εργαστούν στο χωράφι.) 2. La tarea de acuadrillar a los soldados recayó en el sargento. (Η εργασία της ομαδοποίησης των στρατιωτών ανέλαβε ο δόκιμος.)
Ετυμολογία: Η λέξη "acuadrillar" προέρχεται από τη συνένωση του επιρρήματος "a" με τη λέξη "cuadrilla" που σημαίνει ομάδα.
Συνώνυμα: ομαδοποιώ, οργανώνω σε ομάδες
Αντώνυμα: ατομικοποιώ, διαχωρίζω