Ρήμα
/a.kuˈθjaɾ/
Η λέξη "acuciar" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει την ενέργεια του να επιταχύνει ή να ενθαρρύνει κάποιων σκοπό ή δραστηριότητα. Είναι ένα ρήμα που μπορεί να συναντηθεί συχνά σε γραπτό κείμενο, αν και χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε πιο επίσημες ή παραδοσιακές συζητήσεις.
Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια και μπορεί να μην είναι ευρέως γνωστό σε όλους τους ομιλητές, καθώς έχει έναν πιο αρχαϊκό τόνο.
Οι γονείς αποφάσισαν να επιταχύνουν τα παιδιά τους ώστε να ολοκληρώσουν τις εργασίες τους.
El maestro intentó acuciar a los estudiantes para que presentaran sus proyectos a tiempo.
Ο δάσκαλος προσπάθησε να ενθαρρύνει τους μαθητές ώστε να παρουσιάσουν τα έργα τους εγκαίρως.
Es importante acuciar el proceso si queremos cumplir con los plazos.
Η λέξη "acuciar" δεν είναι συχνά μέρος γνωστών ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορους πολιτισμικούς και συμβολικούς θησαυρούς της γλώσσας:
Γιατί να μην επιταχύνουμε το ζήτημα και να το λύσουμε μια και καλή;
Acuciar las decisiones
Μερικές φορές, είναι απαραίτητο να επιταχύνουμε τις αποφάσεις για να αποφύγουμε εσωτερικούς πολέμους.
Acuciar el tiempo
Η λέξη "acuciar" προέρχεται από το λατινικό "accuciare", που σημαίνει "να σπρώχνω προς τα εμπρός" ή "να βιάζω". Αυτή η ρίζα δείχνει τη σημασία του ρήματος στην επιτάχυνση ή την ενθάρρυνση μιας δράσης.
Συνώνυμα: - Apurar (σπεύδω) - Acelerar (αυξάνω ταχύτητα)
Αντώνυμα: - Retrasar (καθυστερώ) - Demorar (αργώ)
Αυτές οι συνώνυμες και αντωνυμικές μορφές αντικατοπτρίζουν τη σημασία και τις αποχρώσεις της λέξης "acuciar" στην ισπανική γλώσσα.