acuciar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

acuciar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

/a.kuˈθjaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "acuciar" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει την ενέργεια του να επιταχύνει ή να ενθαρρύνει κάποιων σκοπό ή δραστηριότητα. Είναι ένα ρήμα που μπορεί να συναντηθεί συχνά σε γραπτό κείμενο, αν και χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε πιο επίσημες ή παραδοσιακές συζητήσεις.

Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια και μπορεί να μην είναι ευρέως γνωστό σε όλους τους ομιλητές, καθώς έχει έναν πιο αρχαϊκό τόνο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Los padres decidieron acuciar a sus hijos para que terminaran sus tareas.
  2. Οι γονείς αποφάσισαν να επιταχύνουν τα παιδιά τους ώστε να ολοκληρώσουν τις εργασίες τους.

  3. El maestro intentó acuciar a los estudiantes para que presentaran sus proyectos a tiempo.

  4. Ο δάσκαλος προσπάθησε να ενθαρρύνει τους μαθητές ώστε να παρουσιάσουν τα έργα τους εγκαίρως.

  5. Es importante acuciar el proceso si queremos cumplir con los plazos.

  6. Είναι σημαντικό να επιταχύνουμε τη διαδικασία αν θέλουμε να τηρήσουμε τις προθεσμίες.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "acuciar" δεν είναι συχνά μέρος γνωστών ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορους πολιτισμικούς και συμβολικούς θησαυρούς της γλώσσας:

  1. Acuciar el asunto
  2. ¿Por qué no acuciamos el asunto y lo resolvemos de una vez?
  3. Γιατί να μην επιταχύνουμε το ζήτημα και να το λύσουμε μια και καλή;

  4. Acuciar las decisiones

  5. A veces, es necesario acuciar las decisiones para evitar guerras internas.
  6. Μερικές φορές, είναι απαραίτητο να επιταχύνουμε τις αποφάσεις για να αποφύγουμε εσωτερικούς πολέμους.

  7. Acuciar el tiempo

  8. Al acuciar el tiempo, perdemos de vista lo que realmente importa.
  9. Όταν επιταχύνουμε το χρόνο, χάνουμε απόψε αυτό που πραγματικά έχει σημασία.

Ετυμολογία

Η λέξη "acuciar" προέρχεται από το λατινικό "accuciare", που σημαίνει "να σπρώχνω προς τα εμπρός" ή "να βιάζω". Αυτή η ρίζα δείχνει τη σημασία του ρήματος στην επιτάχυνση ή την ενθάρρυνση μιας δράσης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Apurar (σπεύδω) - Acelerar (αυξάνω ταχύτητα)

Αντώνυμα: - Retrasar (καθυστερώ) - Demorar (αργώ)

Αυτές οι συνώνυμες και αντωνυμικές μορφές αντικατοπτρίζουν τη σημασία και τις αποχρώσεις της λέξης "acuciar" στην ισπανική γλώσσα.



23-07-2024