Το "acuclillarse" είναι ρήμα.
Ακολουθεί η φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /aku̟ɣiˈʝaɾse/
Η λέξη "acuclillarse" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "καθίζω" ή "κάθομαι στα γόνατα", με την έννοια του να σκύβω ή να γονατίζω.
Η λέξη "acuclillarse" περιγράφει την πράξη του να κάθεσαι ή να σκύβεις σε μια θέση που τα γόνατα είναι λυγισμένα και τα πόδια είναι κοντά στο σώμα. Χρησιμοποιείται συχνά για να εκφράσει την δράση του να κάθεσαι κοντά σε κάποιον ή κάτι, συνήθως σε μια χαμηλή στάση. Είναι ένα ρήμα που συναντάται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο διαδεδομένο σε ε informal συζητήσεις.
Μου αρέσει να κάθομαι στα γόνατα όταν είμαι στον κήπο.
Ella se acuclilló para recoger las hojas del suelo.
Αυτή γονάτισε για να μαζέψει τα φύλλα από το έδαφος.
Es más cómodo acuclillarse que sentarse en el suelo.
Η λέξη "acuclillarse" δεν είναι μέρος πολύ συχνών ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες καταστάσεις. Ακολουθούν ορισμένες προτάσεις:
Δεν υπάρχει μέρος σαν το σπίτι, οπότε γονατίζω εδώ.
Cuando veo algo interesante en la calle, siempre me acuclillo para observar mejor.
Όταν βλέπω κάτι ενδιαφέρον στο δρόμο, πάντα γονατίζω για να παρατηρήσω καλύτερα.
Acuclillarse puede ayudar a estirarse mejor.
Το να κάθεσαι στα γόνατα μπορεί να βοηθήσει στο καλύτερο stretching.
En los mercados, a menudo veo a la gente acuclillándose para mirar los productos.
Η λέξη "acuclillarse" προέρχεται από το "acuclillo", που σχετίζεται με τη postura του να κάθεσαι ή να γονατίζεις, την οποία συνδέουμε με την ρίζα "cullar", που σημαίνει "κάνω κάθισμα".
"agacharse" (σκύβω)
Αντώνυμα: