Acuerdo είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Φωνητική μεταγραφή: /aˈkweɾðo/
Η λέξη acuerdo αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου δύο ή περισσότερα μέρη επιβεβαιώνουν μια κοινή απόφαση ή σημείο συμφωνίας. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά, οικονομικά και κοινωνικά συμφραζόμενα.
Η λέξη χρησιμοποιείται και στα προφορικά και στα γραπτά κείμενα, με μια ελαφρώς υψηλότερη συχνότητα στο γραπτό περιβάλλον.
Έχουμε φτάσει σε μια συμφωνία σχετικά με την τιμή.
El acuerdo fue firmado por ambas partes.
Η συμφωνία υπεγράφη από τα δύο μέρη.
Es importante que lleguemos a un acuerdo antes del plazo.
Η λέξη acuerdo χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
Μετάφραση: Όταν μιλάμε, είναι κρίσιμο να συμφωνούμε σχετικά με τα σημαντικά θέματα.
Llegar a un acuerdo
Μετάφραση: Είναι δύσκολο να φτάσεις σε μια συμφωνία όταν υπάρχουν τόσες διαφορετικές απόψεις.
Poner de acuerdo
Μετάφραση: Πρέπει να συμφωνήσουμε όλους τους συμμετέχοντες.
Acuerdo mutuo
Η λέξη acuerdo προέρχεται από το ελληνικό "adquirere" που σημαίνει "να κερδίσεις" ή "να αποκτήσεις". Η ρίζα του μπορεί να παρακολουθήσει την εξέλιξή της στη Λατινική γλώσσα.
Συνώνυμα: - consenso - convenio - pacto
Αντώνυμα: - desacuerdo - conflicto - disputa