Substantivo (ουσιαστικό)
/fika.luˈðɾ/
Η λέξη acumulador αναφέρεται γενικά σε κάτι που συλλέγει ή συγκεντρώνει στοιχεία ή ενέργεια. Στη ιατρική μπορεί να αναφέρεται σε κάποιον που συγκεντρώνει ασθένειες, στον τεχνικό τομέα αναφέρεται συνήθως σε μπαταρίες ή αθροιστές ενέργειας. Στον στρατό, μπορεί να περιγράψει έναν αποθηκευτικό μηχανισμό. Η χρήση της λέξης στα Ισπανικά είναι συχνή, κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, όταν αναφερόμαστε σε τεχνικές ή επιστημονικές έννοιες.
Ο συσσωρευτής ενέργειας είναι θεμελιώδης για τη λειτουργία του συστήματος.
Un acumulador puede almacenar datos importantes para su posterior análisis.
Η λέξη acumulador δεν είναι άμεσα ενσωματωμένη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρείτε κάποιες φράσεις που τη χρησιμοποιούν:
(Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει αποκτήσει πολλές εμπειρίες σε διάφορους τομείς.)
Acumulador de conocimientos.
(Αναφέρεται σε άτομα που συγκεντρώνουν πολλές γνώσεις σε διαφορετικά θέματα.)
Ser un acumulador compulsivo.
Η λέξη acumulador προέρχεται από το λατινικό accumulare, που σημαίνει "να συγκεντρώνω" ή "να σωρεύω".
Συνώνυμα: - Silo (αποθήκη) - Almacenador (αποθηκευτής) - Reservorio (reservoir)
Αντώνυμα: - Dispersor (διασκορπιστής) - Dissipador (καταναλωτής, διάσπαρτης)
Αυτές οι πληροφορίες που συλλέγονται παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης acumulador στα Ισπανικά.