Το "acumular" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "acumular" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA) είναι: [akuˈmular].
Η λέξη "acumular" σημαίνει να συγκεντρώνεις ή να μαζεύεις κάτι σε μεγάλη ποσότητα. Η χρήση της είναι σχετικά συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως σε οικονομικά, νομικά και τεχνικά συμφραζόμενα.
Είναι σημαντικό να συγκεντρώνεις αποταμιεύσεις για το μέλλον.
Los estudiantes deben acumular conocimientos durante su formación.
Η λέξη "acumular" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Η συγκέντρωση εμπειρίας είναι κρίσιμη για τη δουλειά.
Acumular responsabilidades.
Όλοι οι εργαζόμενοι τείνουν να συγκεντρώνουν ευθύνες με τον καιρό.
Acumular riquezas.
Ο στόχος πολλών επιχειρηματιών είναι να συγκεντρώνουν πλούτο.
Acumular estrés.
Αν δεν προσέξεις, μπορεί να συγκεντρώσεις άγχος πριν την προθεσμία.
Acumular deudas.
Η λέξη "acumular" προέρχεται από το λατινικό "accumulare", το οποίο συνδυάζει το "ad" (προς) και "cumularis" (που σημαίνει σωρεύω).
agregar
Αντώνυμα: