acumular - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

acumular (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "acumular" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "acumular" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA) είναι: [akuˈmular].

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "acumular" σημαίνει να συγκεντρώνεις ή να μαζεύεις κάτι σε μεγάλη ποσότητα. Η χρήση της είναι σχετικά συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως σε οικονομικά, νομικά και τεχνικά συμφραζόμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Es importante acumular ahorros para el futuro.
  2. Είναι σημαντικό να συγκεντρώνεις αποταμιεύσεις για το μέλλον.

  3. Los estudiantes deben acumular conocimientos durante su formación.

  4. Οι φοιτητές πρέπει να μαζεύουν γνώσεις κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής τους.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "acumular" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Acumular la experiencia.
  2. Συγκεντρώνω εμπειρία.
  3. Η συγκέντρωση εμπειρίας είναι κρίσιμη για τη δουλειά.

  4. Acumular responsabilidades.

  5. Συγκεντρώνω ευθύνες.
  6. Όλοι οι εργαζόμενοι τείνουν να συγκεντρώνουν ευθύνες με τον καιρό.

  7. Acumular riquezas.

  8. Συγκεντρώνω πλούτο.
  9. Ο στόχος πολλών επιχειρηματιών είναι να συγκεντρώνουν πλούτο.

  10. Acumular estrés.

  11. Συγκεντρώνω άγχος.
  12. Αν δεν προσέξεις, μπορεί να συγκεντρώσεις άγχος πριν την προθεσμία.

  13. Acumular deudas.

  14. Συγκεντρώνω χρέη.
  15. Είναι επικίνδυνο να συγκεντρώνεις χρέη χωρίς να τα διαχειρίζεσαι.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "acumular" προέρχεται από το λατινικό "accumulare", το οποίο συνδυάζει το "ad" (προς) και "cumularis" (που σημαίνει σωρεύω).

Συνώνυμα και Αντώνυμα



22-07-2024