Επίθετο.
ʌkuˈru.ka.ðo
Η λέξη "acurrucado" προέρχεται από το ρήμα "acurrucar", το οποίο σημαίνει τοποθετώ κάποιον ή κάτι σε μια θέση όπου συγκεντρώνεται ή συγκεντρώνεται με μια αίσθηση ασφάλειας. Η χρήση της λέξης εμπεριέχει την έννοια της απομόνωσης και του τυλίγματος, είτε σωματικά είτε συναισθηματικά. Χρησιμοποιείται κυρίως σε προφορικούς και γραπτούς λόγους, αν και μπορεί να είναι πιο συνηθισμένη σε προφορικές περιγραφές ή όταν μιλάμε για συναισθηματικές καταστάσεις.
Η γάτα ήταν κουλουριασμένη στην πολυθρόνα.
Ella se acurrucó bajo la manta para tener calor.
Αυτή κουλουριάστηκε κάτω από την κουβέρτα για να ζεσταθεί.
Los niños estaban acurrucados en el sofá, viendo una película.
Η λέξη "acurrucado" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή στις ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμούς για να εκφράσει μια αίσθηση ασφάλειας ή ζεστασιάς.
Να κοιμάσαι κουλουριασμένα σαν μωρό.
Sentirse acurrucado entre los brazos de alguien.
Να αισθάνεσαι τυλιγμένος στα χέρια κάποιου.
Hacer un acurrucado de emociones.
Η λέξη "acurrucado" προέρχεται από το ρήμα "acurrucar", το οποίο πιθανόν έχει ισπανικές ρίζες που σχετίζονται με την ιδέα της συρρίκνωσης ή της συγκέντρωσης. Η κατάληξη "-ado" δηλώνει participio (μετοχή) που συνδέεται με την ολοκλήρωση της δράσης.
Αυτές οι λεπτομέρειες αναλύουν την έννοια και τη χρήση της λέξης "acurrucado" στην ισπανική γλώσσα, προσφέροντας μια εις βάθος κατανόηση του όρου και των εφαρμογών του.