Το "acurrucarse" είναι ρήμα.
/akuˈrukarse/
Η λέξη "acurrucarse" σημαίνει να κουλουριάζεσαι, να σφιχταγκαλιάζεσαι ή να κρύβεσαι σε μια μικρή και άνετη θέση. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την πράξη του να σφίγγεις το σώμα σου σε μια ζεστή και προστατευτική θέση, όπως όταν κάποιος κάθεται σε μια γωνία του καναπέ ή όταν ζωντανά πλάσματα, όπως τα σκυλιά ή οι γάτες, παίρνουν μια συμπαθητική και ασφαλή στάση.
Η πιο συχνή χρήση της λέξης παρατηρείται στον προφορικό λόγο, ιδίως σε περιβάλλοντα όπου οι άνθρωποι αισθάνονται άνετα ή κοντά ο ένας στον άλλο.
Τα παιδιά κουλουριάζονται κάτω από την κουβέρτα το χειμώνα.
El gato se acurruca en mi regazo cuando estoy en el sofá.
Η γάτα κουλουριάζεται στα γόνατά μου όταν είμαι στον καναπέ.
Es reconfortante acurrucarse con un buen libro en una tarde lluviosa.
Το "acurrucarse" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Το να κουλουριάζεσαι με την οικογένεια είναι το καλύτερο.
A veces, solo quiero acurrucarme en mi cama y olvidarme del mundo.
Μερικές φορές, απλά θέλω να κουλουριαστώ στο κρεβάτι μου και να ξεχάσω τον κόσμο.
Los cachorros acurrucados son adorables.
Οι κουτάβιες που είναι κουλουριασμένες είναι αξιολάτρευτες.
Cuando llueve, me gusta acurrucarme en el sofá y ver películas.
Όταν βρέχει, μου αρέσει να κουλουριάζομαι στον καναπέ και να βλέπω ταινίες.
No hay nada como acurrucarse en un día frío.
Η λέξη "acurrucarse" προέρχεται από το "currucarse" που με τη σειρά του προέρχεται από το "curruca", που σημαίνει να σφίγγεις ή να κλείνεις κάτι σφιχτά.
Συνώνυμα: - enroscarse - abrazarse - acurrucarse
Αντώνυμα: - estirarse - extenderse
Με αυτές τις πληροφορίες, είναι εμφανές ότι το "acurrucarse" είναι μια πολύ εκφραστική λέξη στην ισπανική γλώσσα, που καταδεικνύει την ανάγκη και την ευχαρίστηση που νιώθουμε όταν δημιουργούμε αίσθηση ασφάλειας και άνεσης.