Το "acusado" είναι ουσιαστικό και επίθετο στην ισπανική γλώσσα.
Φωνητική μεταγραφή: [akuˈsado]
Η λέξη "acusado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που κατηγορείται για ένα έγκλημα. Στον νομικό τομέα, ο "acusado" είναι αυτός που έχει κατηγορηθεί επισήμως και μπορεί να είναι υπόδικος. Στην καθημερινή γλώσσα, χρησιμοποιείται και για να περιγράψει κάποιον που κατηγορείται για κάτι, ακόμα και αν δεν πρόκειται για ποινικό αδίκημα. Η συχνότητα χρήσης του "acusado" είναι υψηλή, κυρίως σε νομικά και δικαστικά συμφραζόμενα, αλλά και σε καθημερινές συζητήσεις.
Χρησιμοποιείται συχνότερα και στις δύο μορφές, ωστόσο προτιμάται περισσότερο στον γραπτό λόγο λόγω της νομικής του φύσης.
Ο κατηγορούμενος αθωώθηκε μετά τη δίκη.
La abogada defendió al acusado con gran dedicación.
Η δικηγόρος υπερασπίστηκε τον κατηγορούμενο με μεγάλη αφοσίωση.
El acusado negó todas las acusaciones en su contra.
Η λέξη "acusado" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σχετικές με νομικά και κοινωνικά θέματα.
Σε πολλές περιπτώσεις, ένας μπορεί να κατηγορηθεί χωρίς να υπάρχουν συγκεκριμένες αποδείξεις εναντίον του.
No hay acusado definitivo
Σε αυτήν την έρευνα, δεν υπάρχει οριστικός κατηγορούμενος αυτή τη στιγμή.
Acusado de algo
Η λέξη "acusado" προέρχεται από το ρήμα "acusar", το οποίο σημαίνει "να κατηγορείς". Το "acusado" χρησιμοποιείται ως υποκοριστικό ή ημιπαθητικό και έχει τη νομική έννοια του κατηγορούμενου ατόμου.
denunciado (καταγγελλόμενος)
Αντώνυμα: