adaptable - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

adaptable (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "adaptable" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "adaptable" στα Ισπανικά είναι /aˈdap.ta.βle/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Οι μεταφράσεις της λέξης "adaptable" στα Ελληνικά περιλαμβάνουν: - προσαρμοστικός - ευέλικτος

Σημασία της λέξης

Η λέξη "adaptable" αναφέρεται σε κάτι που μπορεί να προσαρμοστεί ή να αλλάξει ώστε να ταιριάζει σε νέες καταστάσεις ή συνθήκες. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει άτομα, οργανισμούς ή ιδέες που είναι ικανά να προσαρμόζονται. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, ενώ συναντάται και στους προφορικούς και στους γραπτούς λόγους.

Παράδειγμα προτάσεων

  1. La empresa necesita empleados que sean adaptables a los cambios del mercado.
  2. Η εταιρεία χρειάζεται υπαλλήλους που να είναι προσαρμοστικοί στις αλλαγές της αγοράς.

  3. Los niños son muy adaptables y aprenden rápidamente.

  4. Τα παιδιά είναι πολύ προσαρμοστικά και μαθαίνουν γρήγορα.

  5. Es importante tener una mentalidad adaptable en tiempos de crisis.

  6. Είναι σημαντικό να έχεις μια προσαρμοστική νοοτροπία σε περιόδους κρίσης.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "adaptable" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες εκφράσεις:

  1. Ser adaptable a nuevas circunstancias es clave para el éxito.
  2. Να είσαι προσαρμοστικός σε νέες συνθήκες είναι το κλειδί για την επιτυχία.

  3. El líder debe ser adaptable y abierto a nuevas ideas.

  4. Ο ηγέτης πρέπει να είναι προσαρμοστικός και ανοιχτός σε νέες ιδέες.

  5. Las tecnologías son adaptables a las necesidades del consumidor.

  6. Οι τεχνολογίες είναι προσαρμοστικές στις ανάγκες του καταναλωτή.

  7. Una mente adaptable nos ayuda a resolver problemas creativamente.

  8. Μια προσαρμοστική σκέψη μας βοηθά να λύσουμε προβλήματα δημιουργικά.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "adaptable" προέρχεται από τη λατινική λέξη "adaptare", που σημαίνει "προσαρμόζω". Στην ισπανική γλώσσα, οι ρίζες του προέρχονται από την ίδια ρίζα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - flexible (ευέλικτος) - versátil (πολυμορφικός)

Αντώνυμα: - inflexible (άκαμπτος) - rígido (σφιχτός)



23-07-2024