Η λέξη "adaptable" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "adaptable" στα Ισπανικά είναι /aˈdap.ta.βle/.
Οι μεταφράσεις της λέξης "adaptable" στα Ελληνικά περιλαμβάνουν: - προσαρμοστικός - ευέλικτος
Η λέξη "adaptable" αναφέρεται σε κάτι που μπορεί να προσαρμοστεί ή να αλλάξει ώστε να ταιριάζει σε νέες καταστάσεις ή συνθήκες. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει άτομα, οργανισμούς ή ιδέες που είναι ικανά να προσαρμόζονται. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, ενώ συναντάται και στους προφορικούς και στους γραπτούς λόγους.
Η εταιρεία χρειάζεται υπαλλήλους που να είναι προσαρμοστικοί στις αλλαγές της αγοράς.
Los niños son muy adaptables y aprenden rápidamente.
Τα παιδιά είναι πολύ προσαρμοστικά και μαθαίνουν γρήγορα.
Es importante tener una mentalidad adaptable en tiempos de crisis.
Η λέξη "adaptable" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες εκφράσεις:
Να είσαι προσαρμοστικός σε νέες συνθήκες είναι το κλειδί για την επιτυχία.
El líder debe ser adaptable y abierto a nuevas ideas.
Ο ηγέτης πρέπει να είναι προσαρμοστικός και ανοιχτός σε νέες ιδέες.
Las tecnologías son adaptables a las necesidades del consumidor.
Οι τεχνολογίες είναι προσαρμοστικές στις ανάγκες του καταναλωτή.
Una mente adaptable nos ayuda a resolver problemas creativamente.
Η λέξη "adaptable" προέρχεται από τη λατινική λέξη "adaptare", που σημαίνει "προσαρμόζω". Στην ισπανική γλώσσα, οι ρίζες του προέρχονται από την ίδια ρίζα.
Συνώνυμα: - flexible (ευέλικτος) - versátil (πολυμορφικός)
Αντώνυμα: - inflexible (άκαμπτος) - rígido (σφιχτός)