Η λέξη "adaptador" αναφέρεται σε συσκευή ή εργαλείο που χρησιμοποιείται για να συνδέει διάφορες συσκευές ή τεχνολογίες, προσαρμόζοντας τις διαστάσεις τους ή τις λειτουργίες τους. Στον τομέα της ιατρικής μπορεί να αναφέρεται σε προσαρμογείς ιατροφαρμακευτικού εξοπλισμού, ενώ σε τεχνικά και πολυτεχνικά συμφραζόμενα, μπορεί να αναφέρεται σε ηλεκτρονικά ή μηχανικά εξαρτήματα. Χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό και προφορικό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο κοινό στην τεχνική γλώσσα.
En la tienda compré un adaptador para mi computadora.
Στο κατάστημα αγόρασα έναν προσαρμογέα για τον υπολογιστή μου.
Necesitamos un adaptador para conectar este dispositivo a la red eléctrica.
Χρειαζόμαστε έναν προσαρμογέα για να συνδέσουμε αυτή τη συσκευή στο ηλεκτρικό δίκτυο.
Η λέξη "adaptador" δεν χρησιμοποιείται ευρέως στις ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε φράσεις για την περιγραφή της προσαρμογής ή της συμβατότητας. Εδώ είναι μερικές προτάσεις:
Este adaptador es clave para hacer que todos los dispositivos funcionen juntos.
Αυτός ο προσαρμογέας είναι το κλειδί για να λειτουργούν όλοι οι συσκευές μαζί.
Sin el adaptador adecuado, no podremos usar el nuevo equipo.
Χωρίς τον κατάλληλο προσαρμογέα, δεν θα μπορέσουμε να χρησιμοποιήσουμε τον νέο εξοπλισμό.
El adaptador universal es una herramienta imprescindible para los viajeros.
Ο παγκόσμιος προσαρμογέας είναι ένα απαραίτητο εργαλείο για τους ταξιδιώτες.
Η λέξη "adaptador" προέρχεται από το ρήμα "adaptar," που σημαίνει "να προσαρμόσω," σε συνδυασμό με την κατάληξη "-dor," που υποδηλώνει το υποκείμενο που επιτελεί τη δράση.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "adaptador" και της χρήσης της στη γλώσσα Ισπανικά.