adecuarse - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

adecuarse (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Φωνητική μεταγραφή

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "adecuarse" σημαίνει να προσαρμόζεται ή να προσαρμόσω σε μια νέα κατάσταση ή περιβάλλον. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα Ισπανικά όταν κάποιος ή κάτι πρέπει να προσαρμοστεί για να είναι κατάλληλο ή αποδεκτό. Η χρήση της είναι συχνή και σε προφορικά αλλά και σε γραπτά πλαίσια, αν και ενδέχεται να παρατηρηθεί περισσότερη σε επίσημους ή τεχνικούς λόγους.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Es importante adecuarse a las nuevas normativas.
  2. Είναι σημαντικό να προσαρμοστείς στις νέες κανονιστικές διατάξεις.

  3. Las empresas deben adecuarse a las demandas del mercado.

  4. Οι εταιρείες πρέπει να προσαρμόζονται στις απαιτήσεις της αγοράς.

  5. Ella se tuvo que adecuar a un nuevo estilo de vida.

  6. Αυτή έπρεπε να προσαρμοστεί σε έναν νέο τρόπο ζωής.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "adecuarse" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:

  1. Adecuarse al entorno.
  2. Να προσαρμόζεται στο περιβάλλον.
  3. Ο καθένας πρέπει να προσαρμόζεται στο περιβάλλον του για να επιβιώσει.

  4. No hay que adecuarse siempre a las expectativas ajenas.

  5. Δεν πρέπει πάντα να προσαρμόζεσαι στις προσδοκίες των άλλων.
  6. Είναι σημαντικό να διατηρείς τη δική σου ταυτότητα.

  7. Se adecúa fácilmente a nuevas rutinas.

  8. Προσαρμόζεται εύκολα σε νέες ρουτίνες.
  9. Αυτός/αυτή έχει την ικανότητα να προσαρμόζεται γρήγορα.

  10. Es necesario adecuarse a los cambios rápidamente.

  11. Είναι απαραίτητο να προσαρμόζεσαι γρήγορα στις αλλαγές.
  12. Η ικανότητα προσαρμογής είναι ουσιώδης σε έναν συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο.

Ετυμολογία

Η λέξη "adecuarse" προέρχεται από το λατινικό "adequatus", που σημαίνει "προσαρμοσμένος" ή "κατάλληλος".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα



23-07-2024