adelantamiento: ουσιαστικό
/aðela̱n̪ta̱mjento/
Η λέξη adelantamiento προέρχεται από το ρήμα “adelantar” που σημαίνει "να προχωρήσεις" ή "να μπεις μπροστά". Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε μια κίνηση προς τα εμπρός, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά. Μπορεί να αναφέρεται σε διάφορες καταστάσεις όπως η προώθηση σε μια γραμμή, η πρόοδος σε χρόνο ή η εξέλιξη σε ένα σχέδιο.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή σε γενικό, ιατρικό και στρατιωτικό πλαίσιο, ενώ χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο.
El adelantamiento de la fila fue sorprendente.
(Η προώθηση της ουράς ήταν εκπληκτική.)
Necesitamos un adelantamiento en el cronograma del proyecto.
(Χρειαζόμαστε μια πρόοδο στο χρονοδιάγραμμα του έργου.)
Su adelantamiento en el tratamiento ha sido notable.
(Η πρόοδός του στη θεραπεία έχει υπάρξει αξιοσημείωτη.)
Η λέξη adelantamiento χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις που υποδηλώνουν πρόοδο ή βελτίωση.
"Hacer un adelantamiento" εννοεί να προσπερνάς ή να προχωράς πιο γρήγορα, για παράδειγμα στην εργασία.
(Η πρόοδος στην εργασία του έχει επιταχυνθεί.)
"El adelantamiento de la tecnología ha cambiado nuestras vidas."
(Η πρόοδος της τεχνολογίας έχει αλλάξει τις ζωές μας.)
"Con este adelantamiento, podremos cumplir con los plazos."
(Με αυτήν την προώθηση, θα μπορέσουμε να τηρήσουμε τις προθεσμίες.)
"El adelantamiento de las negociaciones fue clave para el éxito."
(Η πρόοδος των διαπραγματεύσεων ήταν κρίσιμη για την επιτυχία.)
"Aprovechemos este adelantamiento para avanzar en el proyecto."
(Ας εκμεταλλευτούμε αυτήν την πρόοδο για να προχωρήσουμε στο έργο.)
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα “adelantar”, που σημαίνει "να προχωρήσεις" ή "να μπεις μπροστά", και το κατάληξη “-miento” που χρησιμοποιείται για να σχηματίσει ουσιαστικά που υποδηλώνουν τη δράση ή τη διαδικασία του ρήματος.
Συνώνυμα: - Progreso (πρόοδος) - Promoción (προώθηση) - Avance (προχωρημένη διαδικασία)
Αντώνυμα: - Retroceso (πίσω) - Estancamiento (στάση) - Inmovilidad (ακινησία)