Το "adelantarse" είναι ρήμα.
/aðelaˈn̪taɾse/
Η λέξη "adelantarse" σημαίνει να προχωρήσει κάποιος ή κάτι πριν από τον καθορισμένο χρόνο ή πριν από άλλους. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα στα πλαίσια της ταχύτητας ή της πρόνοιας σε μια κατάσταση, είτε σε γενικά είτε σε στρατιωτικά ή οργανωτικά πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά μεγάλη, και χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο.
Necesitamos adelantarnos para llegar a tiempo.
(Πρέπει να προηγηθούμε για να φτάσουμε εγκαίρως.)
Decidí adelantarse al resto del grupo en la carrera.
(Αποφάσισα να προηγηθώ του υπόλοιπου γκρουπ στον αγώνα.)
Si te adelantas, podrás conseguir la mejor ubicación.
(Αν προηγηθείς, μπορείς να εξασφαλίσεις την καλύτερη θέση.)
Η λέξη "adelantarse" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στον ισπανικό λόγο:
Ένας πολιτικός μπορεί να "adelantarse a los acontecimientos" με προτάσεις πριν από τη δημόσια ενημέρωση.
Adelantarse a la competencia
(Προηγούμαι στον ανταγωνισμό.)
Οι εταιρείες πρέπει να "adelantarse a la competencia" για να παραμείνουν στην αγορά.
No hay que adelantarse a los juicios
(Δεν πρέπει να προτρέχουμε στις κρίσεις.)
Είναι σημαντικό να μην "adelantarse a los juicios" χωρίς να έχουμε όλες τις πληροφορίες.
Es mejor adelantarse al problema
(Είναι καλύτερο να προλαμβάνουμε το πρόβλημα.)
Οι διευθυντές εργοστασίων συνιστούν να "adelantarse al problema" πριν να ξεσπάσει.
Adelantarse en la vida
(Προοδεύω στη ζωή.)
Η λέξη "adelantarse" προέρχεται από το λατινικό "ad" (προς) και "latus" (πλάγια, πλάτους), που σημαίνει να πάει κάποιος προς την πρόοδο ή να προχωρήσει μπροστά.
Αυτή είναι η ανάλυση της λέξης "adelantarse" στα ισπανικά.