Η λέξη "adepto" είναι ουσιαστικό.
/aˈðep.to/
Η λέξη "adepto" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που είναι αφοσιωμένο ή υποστηρικτής μιας συγκεκριμένης ιδέας, κίνησης ή δόγματος. Συχνά απαντάται σε πλαίσια που σχετίζονται με θρησκεία, φιλοσοφία ή πολιτική. Η λέξη έχει μια σχετική συχνότητα χρήσης, αλλά είναι συχνότερη σε γραπτό λόγο, όπου χρησιμοποιείται για να καταδείξει πίστη ή υποστήριξη.
El adepto del grupo aplaudió la decisión.
(Ο οπαδός της ομάδας χειροκρότησε την απόφαση.)
Es un adepto a la causa de la sostenibilidad.
(Είναι υποστηρικτής της υπόθεσης της βιωσιμότητας.)
Los adeptos del maestro se reunieron para discutir la enseñanza.
(Οι μαθητές του δασκάλου συγκεντρώθηκαν για να συζητήσουν τη διδασκαλία.)
Η λέξη "adepto" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμπλέκεται σε κάποιες:
Ser adepto a algo
(Να είσαι υποστηρικτής σε κάτι)
Ejemplo: Siempre ha sido adepto a las nuevas tecnologías.
(Πάντα ήταν υποστηρικτής της νέας τεχνολογίας.)
Tener adeptos
(Να έχεις υποστηρικτές)
Ejemplo: El nuevo movimiento político ya tiene adeptos en varias ciudades.
(Η νέα πολιτική κίνηση έχει ήδη υποστηρικτές σε αρκετές πόλεις.)
Un adepto ferviente
(Ένας ένθερμος υποστηρικτής)
Ejemplo: Ella es una adepta ferviente de esa filosofía de vida.
(Αυτή είναι μια ένθερμη υποστηρίκτρια αυτής της φιλοσοφίας ζωής.)
Η ετυμολογία της λέξης "adepto" προέρχεται από το λατινικό "adeptus", το οποίο σημαίνει "αποκτώ" ή "λαμβάνω", που σχετίζεται με τη γέννηση της έννοιας του αφοσιωμένου ή του υποστηρικτή.
Συνώνυμα: - οπαδός - υποστηρικτής - μαθητής
Αντώνυμα: - αντίπαλος - αδιάφορος - εχθρός