Το "adeudar" είναι ρήμα.
/aðeˈuðar/
Η λέξη "adeudar" σημαίνει "να έχεις μια οφειλή" ή "να χρωστάς". Χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικά και νομικά συμφραζόμενα, αλλά συναντάται και σε γενικές συνομιλίες σχετικά με χρέη. Εμφανίζεται πιο συχνά σε γραπτό λόγο ولكن χρησιμοποιείται επίσης στον προφορικό λόγο, κυρίως σε ενδεχόμενες συζητήσεις γύρω από οφειλές.
Spanish: Yo debo adeudar el dinero que presté.
Greek: Πρέπει να χρωστάω τα χρήματα που δάνεισα.
Spanish: No me gusta adeudar dinero a nadie.
Greek: Δεν μου αρέσει να χρωστάω χρήματα σε κανέναν.
Η λέξη "adeudar" χρησιμοποιείται συνήθως σε περισσότερες έννοιες και ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την οικονομική οφειλή.
Spanish: Es mejor no adeudar a los amigos, porque eso puede afectar la relación.
Greek: Είναι καλύτερα να μην χρωστάς σε φίλους, γιατί αυτό μπορεί να επηρεάσει τη σχέση.
Spanish: A veces, la gente decide no adeudar para no complicar su vida.
Greek: Καμιά φορά, οι άνθρωποι αποφασίζουν να μην χρωστάνε για να μην μπερδεύουν τη ζωή τους.
Spanish: Adeudar a tiempo es una forma de mantener buenas relaciones comerciales.
Greek: Η οφειλή εγκαίρως είναι ένας τρόπος να διατηρείς καλές εμπορικές σχέσεις.
Spanish: No deberías adeudar más de lo que puedes pagar.
Greek: Δεν θα έπρεπε να χρωστάς περισσότερα από ό,τι μπορείς να πληρώσεις.
Spanish: A veces es difícil adeudar, pero es parte de la vida.
Greek: Καμιά φορά είναι δύσκολο να χρωστάς, αλλά είναι μέρος της ζωής.
Η λέξη "adeudar" προέρχεται από το λατινικό "debere", που σημαίνει "να οφείλεις". Στο ισπανικό, σχηματίζεται από το "adeudar", το οποίο περιλαμβάνει το πρόθεμα "a-" που δηλώνει κατεύθυνση ή στόχο.
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια πλήρη εικόνα για τη λέξη "adeudar" στην ισπανική γλώσσα, τις χρήσεις της και τις σχετικές εκφράσεις.