Το "adeudo" είναι ουσιαστικό.
/adeu̯ðo/
Η λέξη "adeudo" αναφέρεται σε κάτι που οφείλεται ή σε μια υποχρέωση πληρωμής που δεν έχει εκπληρωθεί. Χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικά και νομικά συμφραζόμενα για να περιγράψει χρέη ή οφειλές. Στη γλώσσα των Ισπανών, η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά υψηλή, κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε συμβόλαια, λογιστικά έγγραφα και δικαστικά έγγραφα.
Έχω μια οφειλή με την τράπεζα που πρέπει να πληρώσω.
El adeudo acumulado puede causar problemas financieros.
Η συσσωρευμένη οφειλή μπορεί να προκαλέσει οικονομικά προβλήματα.
Es importante regularizar tu adeudo para evitar intereses.
Η λέξη "adeudo" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις.
"Είναι σε οφειλή με αρκετούς προμηθευτές."
Saldar un adeudo.
"Είναι θεμελιώδους σημασίας να ξεπληρώσεις μια οφειλή πριν ζητήσεις άλλο δάνειο."
Generar un adeudo.
Η λέξη "adeudo" προέρχεται από το ρήμα "adeudar", το οποίο σημαίνει "να οφείλεις" και σχετίζεται με την έννοια της οφειλής ή της υποχρέωσης. Ενδέχεται να προέρχεται από το λατινικό "ad debitum," που σημαίνει "στο χρέος."
Συνώνυμα: - deuda (οφειλή) - obligación (υποχρέωση)
Αντώνυμα: - crédito (πίστωση) - solvencia (πληρωμή/χρηματοοικονομική κατάσταση)