adherencia - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

adherencia (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Adherencia είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /aðeˈɾenθja/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη adherencia αναφέρεται στην ιδιότητα ή την κατάσταση του να παραμένει κάτι προσκολλημένο ή ενωμένο με κάτι άλλο. Χρησιμοποιείται σε διάφορες επιστημονικές (ιατρική, φυσική) και γενικές στοχεύσεις. Στην ιατρική, ο όρος χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την συμμόρφωση των ασθενών με τις συνταγές και τις ιατρικές οδηγίες.

Η adherencia είναι επίσης χρήσιμη στο φυσικό επίπεδο για να περιγράψει την προσκόλληση ενός υλικού σε άλλο, όπως και στην ψυχολογία για να αναφερθεί στην αφοσίωση σε μία διαδικασία ή σε κάποιες αρχές. Όσον αφορά τη συχνότητα χρήσης, απαντάται συχνά και στους δύο προφορικούς και γραπτούς λόγους, αν και πιο συχνά σε τεχνικά και ιατρικά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La adherencia a los tratamientos es fundamental para la recuperación.
    (Η προσκόλληση στις θεραπείες είναι θεμελιώδης για την ανάρρωση.)

  2. La adherencia del adhesivo fue muy efectiva en este material.
    (Η προσκόλληση του συγκολλητικού ήταν πολύ αποτελεσματική σε αυτό το υλικό.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη adherencia χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Tener adherencia a un régimen
    (Να τηρείς μία δίαιτα)

  2. "Es importante tener adherencia a un régimen para perder peso."
    (Είναι σημαντικό να τηρείς μία δίαιτα για να χάσεις βάρος.)

  3. Mantener la adherencia a las normas
    (Να διατηρείς την προσκόλληση στους κανόνες)

  4. "Los alumnos deben mantener la adherencia a las normas del colegio."
    (Οι μαθητές πρέπει να διατηρούν την προσκόλληση στους κανόνες του σχολείου.)

  5. Adherencia a la medicación
    (Συμμόρφωση με την φαρμακευτική αγωγή)

  6. "La adherencia a la medicación es crucial para controlar la enfermedad."
    (Η συμμόρφωση με τη φαρμακευτική αγωγή είναι κρίσιμη για τον έλεγχο της ασθένειας.)

Ετυμολογία

Η λέξη adherencia προέρχεται από το ρήμα adherir, που σημαίνει "να κολλάς" ή "να προσκολλήσεις", το οποίο έχει λατινικές ρίζες από το adhaerere.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Apegos (αφοσίωση) - Adhesión (προσκόλληση)

Αντώνυμα: - Desanclaje (αποκόλληση) - Desvinculación (αποσύνδεση)



22-07-2024